
Οι μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να εγκαταλείπονται ακόμη και σε περιόδους ευημερίας
Τις αιτίες της ελληνικής κρίσης 2007-2019 ανέλυσε μεταξύ άλλων,ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη ««Στην Άκρη του Γκρεμού: Ελλάδα 2007-2019».
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Στουρνάρας, “Η ελληνική κρίση, δεν προέκυψε ξαφνικά και δεν αφορούσε αποκλειστικά τη δημοσιονομική σφαίρα. Ήταν αποτέλεσμα της συνολικής αποτυχίας του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης, που, εκτός των άλλων, δεν είχε δημιουργήσει ούτε ισχυρούς θεσμούς ούτε μια πολιτική κουλτούρα συναινέσεων για την υλοποίηση μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Δαπανούσαμε συστηματικά πολύ παραπάνω από ότι παρήγαμε, δίναμε αυξήσεις μισθών και συντάξεων πολύ πάνω από την μεταβολή της παραγωγικότητας, προσλαμβάναμε στο Δημόσιο δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους πάνω από τις πραγματικές ανάγκες μας.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε ένα περιβάλλον κρίσης, καθώς δεν είχε αναπτύξει την απαραίτητη θεσμική αξιοπιστία. Η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και η αναβολή δύσκολων αποφάσεων άφησαν το κράτος αδύναμο μπροστά στις προκλήσεις. Οι θεσμοί βρέθηκαν είτε ανίσχυροι είτε απονομιμοποιημένοι στα μάτια της κοινωνίας, αποδεικνύοντας πόσο εύθραυστα ήταν τα θεμέλια της μεταπολιτευτικής ευημερίας.
Σημαντικός παράγοντας της κρίσης ήταν και η εγγενής απουσία κουλτούρας συναινέσεων. Η έλλειψη συναίνεσης και ευρείας στήριξης των μεταρρυθμίσεων που κρίνονταν αναγκαίες για την αποκατάσταση της μακροοικονομικής σταθερότητας και δημοσιονομικής βιωσιμότητας, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις υπερμεγέθεις ανισορροπίες που συσσωρεύθηκαν έως τα τέλη του 2009″.
H ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Γιάννη Βούλγαρη και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο για την τιμή να παρουσιάσω αυτό το εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο. Πρόκειται για ένα έργο που αποτυπώνει με νηφαλιότητα και επιστημονική ακρίβεια μια από τις πιο ταραχώδεις περιόδους της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας – την κρίση των ετών 2007-2019. Μια κρίση όχι μόνο οικονομική, αλλά και θεσμική, πολιτική και, πάνω απ’ όλα, κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες.
Ο Γιάννης Βούλγαρης μας οδηγεί σε μια διαδρομή αναστοχασμού, αναλύοντας τα γεγονότα, τις αιτίες και τις επιπτώσεις αυτής της δεκαετίας που άλλαξε την Ελλάδα. Εστιάζει στην οικονομική κατάρρευση, τα μνημόνια, τις πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, καθώς και στο διεθνές περιβάλλον που επέδρασε στην Ελλάδα. Παράλληλα, διερευνά τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος, των θεσμών, των κομμάτων, αλλά και τις αντιδράσεις της κοινωνίας.
Ο τίτλος του βιβλίου, “Στην Άκρη του Γκρεμού”, αποδίδει εύστοχα την κατάσταση της χώρας σε μια περίοδο δραματικών εξελίξεων. Ο συγγραφέας, με την εμπειρία και την ιδιαίτερα αναλυτική του ματιά, ακολουθεί μια χρονολογική και θεματική προσέγγιση, αποτυπώνοντας με ενάργεια τα κρίσιμα γεγονότα της περιόδου και προσφέροντας πολύτιμη γνώση αλλά και τροφή για προβληματισμό σχετικά με το παρόν και το μέλλον της χώρας. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη συνεισφορά των πολιτικών και λοιπών κοινωνικών σχηματισμών που ομολογουμένως κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη των προσπαθειών μετασχηματισμού της οικονομίας.
- Το πλαίσιο της κρίσης: Από τη φαινομενική ευημερία στη χρεοκοπία
Ο συγγραφέας ανατρέχει στην περίοδο πριν από την κρίση (2007-2009), όταν η Ελλάδα φάνταζε ευημερούσα, απολαμβάνοντας υψηλή κατανάλωση, συνεχή αύξηση του ΑΕΠ και εμφανή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αυτή η περίοδος, ωστόσο, βασιζόταν σε ασταθή θεμέλια και η ευημερία ήταν επιφανειακή. Οι πολιτικοί απέφευγαν συστηματικά να αντιμετωπίσουν τις χρόνιες παθογένειες του κράτους και της οικονομίας.
Το βιβλίο αναλύει πώς την περίοδο 2007-2009 συσσωρεύθηκαν επικίνδυνες ανισορροπίες: διογκωμένες δημόσιες δαπάνες, τεράστια ‘δίδυμα ελλείμματα’ (δημόσιου τομέα και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), υπερβολικός εσωτερικός και, κυρίως, εξωτερικός δανεισμός. Ουσιαστικά, τα “σύννεφα” της κρίσης είχαν ήδη αρχίσει να συσσωρεύονται πάνω από την ελληνική οικονομία, προτού καν εμφανιστεί η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η παγκόσμια κρίση απλώς έριξε πάνω σε όλες τις προβληματικές περιοχές του κόσμου προβολείς, επιτάχυνε και μεγέθυνε τα προβλήματα, στερώντας από την Ελλάδα την πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό. Παράλληλα, η παντελής έλλειψη προετοιμασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση παρόμοιων κρίσεων επιδείνωσε την κατάσταση. Και εδώ πρέπει να λεχθεί ότι η ελληνική κρίση ήταν διαφορετική και πιο σοβαρή από την κρίση της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Εκεί ήταν κυρίως κρίση τραπεζών, σε μας ήταν πολλαπλή κρίση: δημοσιονομική, χρηματοδότησης δημόσιου χρέους, ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, θεσμών. Δεν ξεκίνησε στην Ελλάδα ως τραπεζική κρίση, αλλά μεταδόθηκε αναπόφευκτα και στις τράπεζες.
Η ελληνική κρίση, επομένως, δεν προέκυψε ξαφνικά και δεν αφορούσε αποκλειστικά τη δημοσιονομική σφαίρα. Ήταν αποτέλεσμα της συνολικής αποτυχίας του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης, που, εκτός των άλλων, δεν είχε δημιουργήσει ούτε ισχυρούς θεσμούς ούτε μια πολιτική κουλτούρα συναινέσεων για την υλοποίηση μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Δαπανούσαμε συστηματικά πολύ παραπάνω από ότι παρήγαμε, δίναμε αυξήσεις μισθών και συντάξεων πολύ πάνω από την μεταβολή της παραγωγικότητας, προσλαμβάναμε στο Δημόσιο δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους πάνω από τις πραγματικές ανάγκες μας.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε ένα περιβάλλον κρίσης, καθώς δεν είχε αναπτύξει την απαραίτητη θεσμική αξιοπιστία. Η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και η αναβολή δύσκολων αποφάσεων άφησαν το κράτος αδύναμο μπροστά στις προκλήσεις. Οι θεσμοί βρέθηκαν είτε ανίσχυροι είτε απονομιμοποιημένοι στα μάτια της κοινωνίας, αποδεικνύοντας πόσο εύθραυστα ήταν τα θεμέλια της μεταπολιτευτικής ευημερίας.
Σημαντικός παράγοντας της κρίσης ήταν και η εγγενής απουσία κουλτούρας συναινέσεων. Η έλλειψη συναίνεσης και ευρείας στήριξης των μεταρρυθμίσεων που κρίνονταν αναγκαίες για την αποκατάσταση της μακροοικονομικής σταθερότητας και δημοσιονομικής βιωσιμότητας, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις υπερμεγέθεις ανισορροπίες που συσσωρεύθηκαν έως τα τέλη του 2009.
- Τα μνημόνια και η απώλεια εθνικής κυριαρχίας
Ένας κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η διερεύνηση του τι σημαίνει “να είσαι στη λάθος πλευρά της Ιστορίας” μέσα στην ευρωζώνη. Μετά το 2010, οπότε και υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο, η Ελλάδα βρέθηκε στο “λοιμοκαθαρτήριο”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. Ο Γιάννης Βούλγαρης εξετάζει με ψύχραιμη ματιά τα κύρια γεγονότα που σημάδεψαν αυτή την περίοδο: από τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα μέχρι τις παλινωδίες των ελληνικών κυβερνήσεων και την αδυναμία ευρείας πολιτικής συναίνεσης.
Η έννοια της απώλειας εθνικής αυτονομίας κυριαρχεί σε πολλά κεφάλαια του βιβλίου. Για πρώτη φορά από την είσοδο στην ΕΟΚ, η Ελλάδα βρέθηκε υπό συνθήκες αυξημένης επιτήρησης και εξωτερικών πιέσεων. Δεν επρόκειτο μόνο για τους δημοσιονομικούς όρους που επέβαλλαν οι δανειστές, αλλά για μια συνολική μετάβαση της χώρας σε ένα καθεστώς “εξαρτημένης κυριαρχίας”, όπου οι βασικές αποφάσεις για την οικονομική πολιτική καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες.
- Η σημασία της “ιδιοκτησίας” των μεταρρυθμίσεων
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει ότι μεγάλο μέρος των μεταρρυθμίσεων που ζητούσαν οι δανειστές ήταν κατά βάθος αναγκαίο για μια πιο σύγχρονη Ελλάδα, αλλά δεν είχε ουσιαστική “ιδιοκτησία” εκ των έσω. Η αίσθηση ότι πρόκειται για πολιτικές επιβαλλόμενες από το εξωτερικό, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των μνημονίων. Αυτή η αντίληψη καλλιεργήθηκε τόσο από την πολιτική ρητορική όσο και από τον τρόπο που τα μέτρα προσαρμογής, δημοσιονομικά ή μη, συχνά δαιμονοποιήθηκαν στην κοινή γνώμη από πλευράς της αντιπολίτευσης.
Αυτό το σημείο υπήρξε εξαιρετικά κρίσιμο και είχε αναδειχθεί πολλές φορές και από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η έννοια της “ιδιοκτησίας του προγράμματος” – το κατά πόσον δηλαδή η εκάστοτε κυβέρνηση και η κοινωνία αποδέχονται και εφαρμόζουν τις μεταρρυθμίσεις ως δικές τους επιλογές, και όχι ως κάτι που επιβάλλεται έξωθεν – διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία ή αποτυχία των προσπαθειών. Χωρίς εγχώρια αποδοχή, οι μεταρρυθμίσεις παρέμειναν πολλές φορές αποσπασματικές, αυξάνοντας το κόστος της προσαρμογής και προκαλώντας οργή και αντιστάσεις. Όπως περιγράφει και ο Γιάννης Βούλγαρης, η έλλειψη αυτής της “ιδιοκτησίας” καθυστέρησε κρίσιμες αλλαγές και εμπόδισε τη δημιουργία μιας ευρείας πολιτικής συναίνεσης που θα μπορούσε να στηρίξει σταθερά το μετασχηματισμό της χώρας. Αυτό δεν συνέβη στις άλλες χώρες-μέλη που και αυτές γνώρισαν την εμπειρία των μνημονίων.
- Η πολιτική πόλωση και οι εκλογικοί σεισμοί
Το βιβλίο εξετάζει τους εκλογικούς σεισμούς του 2012 και 2015, που ανέδειξαν τη βαθιά ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και την άνοδο νέων κομματικών σχηματισμών. Η σοβαρότητα της κρίσης, η απουσία πολιτικών συναινέσεων και ενός νηφάλιου δημόσιου διαλόγου στο πλαίσιο της κοινωνίας λειτούργησαν ως επιταχυντής των πολιτικών εξελίξεων, ανατρέποντας το παραδοσιακό δικομματικό μοντέλο και οδηγώντας σε ένα κατακερματισμένο κομματικό χάρτη, με έντονες λαϊκίστικες φωνές. Παράλληλα, η διάδοση θεωριών συνωμοσίας για την οικονομική κατάρρευση, που αγνοούσαν τα πραγματικά προβλήματα και τις μεγάλες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, ενίσχυσε τη δυσπιστία έναντι των θεσμών. Αυτού του είδους οι λαϊκίστικες και συνωμοσιολογικές αφηγήσεις, οι οποίες απέκτησαν δυναμική και πολιτική υπόσταση, βάθυναν την οικονομική ύφεση, διότι οδήγησαν σε πολιτική αναβλητικότητα στη λήψη των αποφάσεων και στην εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.
- Κοινωνικές αναταραχές και αναζητήσεις διεξόδου
Η οικονομική και κοινωνική κρίση που βίωσε η Ελλάδα δεν ήταν μόνο ένα πρόβλημα αριθμών ή δεικτών, αλλά κυρίως μια διαταραχή που επηρέασε βαθιά την καθημερινότητα των πολιτών. Η εκτόξευση της ανεργίας, η δραστική μείωση των εισοδημάτων και η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων προκάλεσαν βαθιές κοινωνικές αναταράξεις και έντονα συναισθήματα απογοήτευσης, πυροδοτώντας πρωτοφανείς κοινωνικές αντιδράσεις και μαζικές κινητοποιήσεις. Η ελληνική κοινωνία έζησε μια πρωτοφανή κρίση ταυτότητας, καθώς οι παραδοσιακές δομές διαλύθηκαν και επικράτησε ένα γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας.
Σε αυτό το περιβάλλον, πολίτες με διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές καταβολές κατέβηκαν μαζικά στις πλατείες, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στα μέτρα λιτότητας και την αντίληψη ότι το πολιτικό σύστημα και οι διεθνείς δανειστές είχαν αποτύχει να διαχειριστούν δίκαια την κρίση. Τα αλλεπάλληλα κύματα κοινωνικών διαμαρτυριών, οι μαζικές απεργίες, η βία στα συλλαλητήρια και η γενική αίσθηση ότι η χώρα τελεί υπό κατάρρευση βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησης. Το κίνημα των “Αγανακτισμένων”, παρότι δεν κατάφερε να παρουσιάσει ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, είχε σημαντικό αντίκτυπο, διαμορφώνοντας ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο στη χώρα, ασκώντας πιέσεις στα παραδοσιακά κόμματα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν αποκάλυψαν τις βαθιές διαιρέσεις και τις αδυναμίες της πολιτικής και κοινωνικής συνοχής.
Ειδική αναφορά γίνεται στο βιβλίο στην περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2015, η οποία χαρακτηρίζεται ως φάση “ελπίδας και σουρεαλισμού”: η “ελπίδα” αναφέρεται στις αυξημένες προσδοκίες που δημιούργησε η νεοεκλεγείσα τότε κυβέρνηση, ενώ ο “σουρεαλισμός” αφορά τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, οι οποίες κινήθηκαν σε ένα ιδιότυπο κλίμα ρήξης, με την κυβέρνηση να κινείται μεταξύ ακραίας αισιοδοξίας και βαθιάς αναποφασιστικότητας χωρίς σαφή στρατηγική. Οι προσπάθειες επαναδιαπραγμάτευσης των συμφωνιών με τους δανειστές συνοδεύτηκαν από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις και αδιέξοδα. Παράλληλα, οι κινήσεις της νέας κυβέρνησης ανέτρεψαν σε σημαντικό βαθμό όσα είχαν επιτευχθεί την προηγούμενη περίοδο (2012-2014), οδηγώντας σε αυτό που ο συγγραφέας ορθά χαρακτηρίζει ως “ματαιωμένη σταθεροποίηση”.
Η κορύφωση της περιόδου αυτής, το δημοψήφισμα και τα γεγονότα που το συνόδευσαν, δεν έδωσαν τελικά τις λύσεις που πολλοί ανέμεναν, αλλά αντιθέτως όξυναν τις διαιρέσεις και ανέδειξαν την απομόνωση της χώρας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται η σημασία της “ελληνικής μοναξιάς” διεθνώς, καθώς οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί ήταν αμείλικτοι απέναντι σε μια χρεοκοπημένη χώρα που αναζητούσε εναλλακτική διέξοδο, η οποία όμως δεν υπήρχε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ελλάδα προσπάθησε να βρει ξανά έναν δρόμο σταθερότητας, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα σοβαρές διεθνείς και εσωτερικές προκλήσεις. Η διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων, όπως η συμφωνία για το Μακεδονικό και η προσφυγική κρίση, έφερε στο προσκήνιο δύσκολες αποφάσεις που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις.
Με τη λήξη της δανειακής σύμβασης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας το 2018 και τη σταδιακή αναχρηματοδότηση του χρέους μέσω των αγορών υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το 2022, υπήρξε μια βαθμιαία επιστροφή στην οικονομική ομαλότητα και τη σταθεροποίηση. Η Ελλάδα, παρά τις οπισθοδρομήσεις, τα λάθη και το έντονο κλίμα διχασμού (μνημονιακοί εναντίον αντιμνημονιακών ήταν το θέμα του εθνικού διχασμού αυτή τη φορά), έπραξε τελικά το σωστό. Ως αποτέλεσμα των τριών προγραμμάτων προσαρμογής (μνημονίων), διόρθωσε τις βασικές δημοσιοοικονομικές και μακροοικονομικές ανισορροπίες, έκανε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, εξυγίανε τις τράπεζες και, ως αντάλλαγμα, έλαβε τη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια που έχει δοθεί ποτέ στην ιστορία: Αναχρηματοδοτήθηκε σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος της με ευνοϊκότατους όρους, εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητά του κάτω από λογικές υποθέσεις για τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελίξεις.
Παρ’ όλα αυτά, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πολιτική σκηνή και η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα παραμένουν μια σύνθετη και συνεχιζόμενη διαδικασία, που απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και βαθιές θεσμικές αλλαγές. Το ερώτημα αν η χώρα έχει ξεπεράσει οριστικά τις δομικές αδυναμίες που την οδήγησαν στην “άκρη του γκρεμού” παραμένει ανοιχτό: Εξαρτάται στην ουσία από τις πολιτικές εξελίξεις, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση των θεσμών και για μια νέα πολιτική κουλτούρα που να στηρίζεται στην υπευθυνότητα και τη συναίνεση.
- Αναστοχασμός: τι έγινε, τι έμεινε και πού βρεθήκαμε;
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας επιχειρεί έναν αναστοχασμό, μια συνολική αποτίμηση: Ποια είναι η κληρονομιά αυτής της οδυνηρής δεκαετίας; Έχουμε μάθει από τα λάθη μας; Έχουν αλλάξει οι δομές του ελληνικού κράτους; Έχει γίνει η κοινωνία πιο ώριμη πολιτικά;
Αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης σε σχέση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Η Ελλάδα είχε σαφώς εντονότερα προβλήματα, δημοσιονομικά και διαρθρωτικά, αλλά και μια πολιτική κουλτούρα βαθιάς πόλωσης που δεν επέτρεψε τις αναγκαίες συναινέσεις. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η κρίση έφερε στην επιφάνεια διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού κράτους – πελατειακές σχέσεις, θεσμική δυσλειτουργία, αναποτελεσματική οικονομική πολιτική. Μετά το 2019 επιτυγχάνεται μια νέα “κανονικότητα”, η οποία αναγνωρίζεται από όλους και κυρίως από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι μας έχουν αναβαθμίσει στην επενδυτική βαθμίδα (δύο από αυτούς μάλιστα πάνω από αυτήν), ωστόσο ο δρόμος μπροστά μας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Το βασικό ερώτημα είναι: Θα συνεχιστεί αυτή η κανονικότητα; Η πελατειακή νοοτροπία δεν έχει εξαλειφθεί, η δημόσια διοίκηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και το πολιτικό σύστημα συνολικά δεν έχει ακόμα βρει μια σταθερή νέα ισορροπία.
Ταυτόχρονα όμως υπήρξαν και θετικές εξελίξεις. Ο Γιάννης Βούλγαρης υπογραμμίζει την αντοχή που επέδειξαν οι δημοκρατικοί και οι ανεξάρτητοι θεσμοί, τονίζοντας ότι μπορεί η κοινωνία να διχάστηκε, ωστόσο οι εκλογές διεξήχθησαν ομαλά, ενώ αποφεύχθηκαν τα χειρότερα σενάρια, όπως μια άτακτη χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως ανεξάρτητος θεσμός, έκανε το καθήκον της κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, και συνέβαλε ουσιαστικά στην παραμονή της χώρας στο ευρώ. Η ευρωπαϊκή “κανονικότητα” σταδιακά επανήλθε, ενώ φαίνεται ότι επήλθε και πολιτική ωρίμανση σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας: “παρά τη δραματική για περιόδους ειρήνης πτώση του βιοτικού επιπέδου, η κοινωνία στην πλειονότητά της έχει γίνει ωριμότερη καθώς κατάφερε να συνθέσει μια ‘πολιτισμένη υπομονετικότητα”, αποφεύγοντας καταστάσεις που θα τροφοδοτούσαν γενικευμένη ανομία και θεσμικά αδιέξοδα. Ως εκ τούτου, ο ίδιος υπογραμμίζει ότι η κρίση, έστω και ακριβά πληρωμένη, ίσως αποτελέσει μακροπρόθεσμα μια αφορμή για μεγαλύτερη ενδοσκόπηση και διορθωτικές κινήσεις.
- Γιατί να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο;
Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί από όσους επιθυμούν να έχουν μια σφαιρική εικόνα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Πέρα από την καταγραφή των γεγονότων, προχωρά σε βαθιές ερμηνείες για το πώς λειτουργεί η πολιτική εξουσία στην Ελλάδα, ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της κοινωνικής νοοτροπίας και γιατί οι θεσμοί, αντί να λειτουργούν εξισορροπητικά, συχνά καταλήγουν αναποτελεσματικοί ή εργαλειοποιημένοι.
Το ύφος του συγγραφέα συνδυάζει την ακαδημαϊκή εγκυρότητα με την αφηγηματική ζωντάνια. Έτσι, ο αναγνώστης δεν αντιμετωπίζει ένα στεγνό “ιστορικό εγχειρίδιο”, αλλά ένα αφήγημα γεμάτο από στιγμές που μοιάζουν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Είτε έχετε ζήσει τα γεγονότα από πρώτο χέρι είτε ανήκετε στη νεότερη γενιά που έμαθε την κρίση ως “μια τραυματική ιστορία από το πρόσφατο παρελθόν”, το βιβλίο αυτό δίνει τις βάσεις για μια ολοκληρωμένη κατανόηση.
- Συμπεράσματα: Η κρίση ως πηγή αυτογνωσίας και συλλογικής μνήμης
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, κανείς αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν αφορά μόνο το πώς μια χώρα κλονίστηκε και κινδύνευσε να βγει από τη ζώνη των ισχυρών οικονομιών. Αφορά και μια ευρύτερη συζήτηση για την αλληλεπίδραση κράτους, κοινωνίας και διεθνών θεσμών, για την κουλτούρα του “εφήμερου”, της “ήσσονος προσπάθειας”, του “βραχυπρόθεσμου” και της “κομματικής αντιπαράθεσης” που κυριάρχησε σε κρίσιμες στιγμές.
Ίσως το πιο σημαντικό μήνυμα του βιβλίου είναι ότι η κρίση αποκάλυψε παθογένειες που δεν είχαν αντιμετωπιστεί για δεκαετίες: πελατειακές σχέσεις, μια οικονομία που στηριζόταν στην εσωστρέφεια και στα “δανεικά”, μια κοινωνία χωρίς επαρκή εμπιστοσύνη στους θεσμούς και μια πολιτική ηγεσία που συχνά πρότασσε το κομματικό όφελος σε σχέση με το κοινό καλό. Σε τελική ανάλυση, η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου στη διάρκεια της κρίσης φανέρωσε ότι τα προβλήματα ήταν πολύ βαθύτερα από ένα πρωτογενές έλλειμμα ή από ένα υψηλό δημόσιο χρέος.
Όμως, όπως τονίζει ο συγγραφέας, η ίδια η εμπειρία της κρίσης μπορεί να λειτουργήσει και ως αφετηρία αυτογνωσίας. Παρά τις οδυνηρές εμπειρίες και τις διαψεύσεις που έφερε αυτή η δεκαετία, η Ελλάδα απέφυγε τη συνολική κατάρρευση και σταδιακά ανασυντάχθηκε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης είναι η ανάπτυξη της λεγόμενης “δημοσιονομικής επίγνωσης” όχι μόνο στην κοινή γνώμη, αλλά και κυρίως στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής. Πλέον, όλα τα μέτρα πολιτικής αξιολογούνται προσεκτικά ως προς τις δημοσιονομικές τους επιπτώσεις, κάτι που δείχνει ότι η κρίση άφησε πίσω της ένα πολύτιμο μάθημα υπευθυνότητας. Η δυνατότητά μας να αξιοποιήσουμε αυτή την επίγνωση (ή την αυτογνωσία) και να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος θα καθορίσει την επιτυχία ή αποτυχία της “επόμενης μέρας”.
Εξίσου σημαντική είναι η διατήρηση της συλλογικής μνήμης και της ιστορικής γνώσης, ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια σφάλματα στο μέλλον. Η κρίση μάς δίδαξε ότι η δημοσιονομική υπευθυνότητα, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και οι μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να εγκαταλείπονται ακόμη και σε περιόδους ευημερίας. Παράλληλα, η πολιτική και κοινωνική συζήτηση οφείλει να βασίζεται στα πραγματικά δεδομένα και στην ιστορική εμπειρία, μακριά από λαϊκίστικες προσεγγίσεις. Επομένως, η ικανότητά μας να θυμόμαστε και να μαθαίνουμε από το παρελθόν είναι το κλειδί για μια σταθερή και βιώσιμη πορεία προς το μέλλον.
Μαθήματα όμως αυτογνωσίας, και μάλιστα σημαντικά, έλαβαν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, και έκαναν τις θεσμικές αλλαγές που έπρεπε. Η ευρωζώνη σήμερα, παρά το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική της παραμένει ατελής, έχει κάνει σοβαρά βήματα προόδου. Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας βασίστηκε στα μαθήματα της προηγούμενης κρίσης. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, τα μέτρα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το σωστό μίγμα σταθεροποίησης και μεταρρυθμίσεων, και, σε τελευταία ανάλυση, η μετατροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε αυτό που είναι σήμερα, οφείλονται εν πολλοίς στην ελληνική κρίση χρέους.
Η Ελλάδα λοιπόν λειτούργησε και ως μαμή της Ιστορίας! Αυτά τα μαθήματα θα τα χρειαστεί η Ευρώπη ειδικά σήμερα που αντιμετωπίζει τεράστιες οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις.
Το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη έρχεται να ρίξει φως σε μια σκοτεινή εποχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που συχνά τη θυμόμαστε με πόνο, απογοήτευση ή και θυμό. Όμως, μέσα από μια ψύχραιμη και διεισδυτική ματιά, η κρίση των ετών 2007-2019 αναδεικνύεται όχι μόνο ως μια εθνική τραγωδία, αλλά και ως ένα κομβικό σημείο για την αυτογνωσία της κοινωνίας μας.
Από την αλαζονεία της ψεύτικης ευημερίας μέχρι την ταπεινωτική προσφυγή στους δανειστές, κι από τον φόβο της εθνικής απομόνωσης μέχρι την αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας, η Ελλάδα πέρασε μέσα από συμπληγάδες, έχασε πολλά, αλλά ίσως κέρδισε και μια ωριμότητα, ενώ η δημοκρατία άντεξε στο “χείλος του γκρεμού”. Κέρδισε κυρίως την εξισορρόπηση της οικονομίας και τη ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της.
Το αν τελικά αυτή η “σκληρή πείρα” θα αξιοποιηθεί ως πυξίδα για το μέλλον, ώστε η χώρα να προχωρήσει με περισσότερη ωριμότητα και σταθερότητα, εξαρτάται από όλους μας. Το βιβλίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα για την ερμηνεία της κρίσης: ανατέμνει σφαιρικά τα γεγονότα, παρουσιάζει πολλαπλές οπτικές και μας καλεί να μην επαναπαυτούμε σε στερεότυπα ή απλοϊκές ερμηνείες.
Θα ήθελα, συνεπώς, να τονίσω ότι το βιβλίο δεν αποτελεί απλώς μια εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη χώρα μας, αλλά συνάμα ένα κάλεσμα να σκεφτούμε πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε μια νέα κουλτούρα συναίνεσης και αποτελεσματικότητας, ώστε να μην ξαναζήσουμε το ίδιο δράμα. Πώς μπορούμε, για παράδειγμα, να απαλείψουμε τις πελατειακές δομές, να διασφαλίσουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη, να αναβαθμίσουμε το επίπεδο των θεσμών και να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών. Η ανάγκη πολιτικών συναινέσεων είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, δεδομένων των οικονομικών προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας και που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης, την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων, την υποστήριξη της Παιδείας και της Υγείας, την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών όπως της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινή εργασία κ.λπ. H διαρθρωτική φύση των προβλημάτων καθιστά αναγκαία την προώθηση και βάθυνση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων μέσα από μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση, αλλά και ενισχυμένη πολιτική βούληση για ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων, υιοθετώντας μακροχρόνιες στρατηγικές που θα μετεξελίξουν γοργά την ελληνική οικονομία.
***
Κυρίες και κύριοι, ολοκληρώνοντας, σας καλώ να διαβάσετε αυτό το βιβλίο με ανοιχτό μυαλό και κριτική διάθεση. Να αναζητήσετε στο περιεχόμενό του τόσο τις ρίζες όσο και τις επιπτώσεις της κρίσης, και ίσως να βρείτε και ορισμένες απαντήσεις ή σκέψεις για το πώς θα αποφευχθούν στο μέλλον παρόμοια αδιέξοδα. Μπορεί ο τίτλος να μας θυμίζει ότι βρεθήκαμε “Στην Άκρη του Γκρεμού”. Όμως, και σε αντίθεση με άλλες σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας μας, κάναμε ένα βήμα πίσω και έκτοτε ακολουθούμε το δρόμο της ευθύνης, της σύνεσης και της δημιουργίας. Το δρόμο αυτό πρέπει να συνεχίσουμε ώστε να μην ξανακάνουμε τα ίδια εγκληματικά λάθη.
Οι χώρες που ξεπερνούν τις κρίσεις γρήγορα είναι εκείνες που καταφέρνουν να διαμορφώσουν διαρκείς πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, απαραίτητες για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των οικονομιών. Είναι εκείνες που επενδύουν στην πολιτική σταθερότητα, τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και στην ενίσχυση των θεσμών. Παρόλο που η κρίση ήταν μια οδυνηρή εμπειρία, μπορεί να γίνει αφετηρία για μια νέα πολιτική κουλτούρα. Μια κουλτούρα που θα βασίζεται στη θεσμική σταθερότητα, την πολιτική ωριμότητα και τη βούληση για πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
Σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε και ελπίζω να βρείτε τόσο ενδιαφέρον όσο και εγώ το έργο αυτό.
Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-17 22:26:00