«Καμπανάκι» και για την Ελλάδα οι πλημμύρες στη Βαλένθια – Ποιες περιοχές κινδυνεύουν
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό το οποίο συντελείται, καθώς οι συνθήκες έχουν υπερβεί πια τον σχεδιασμό των δεκαετιών του 1950 και 1960» που υπήρχε για τη θωράκιση της χώρας.
Γιατί δεν μπορούμε να διαχειριστούμε αντίστοιχα φαινόμενα; Υπάρχουν πολλοί λόγοι: «μικρές κοίτες ποταμών, λάθος τρόπος διαχείρισης των ρεμάτων, λανθασμένα τσιμεντώματα των υδάτινων διαδρομών, έλλειψη των χωμάτινων επιφανειών στις πόλεις».
Οι περιοχές που απειλούνται περισσότερο ανά την Επικράτεια
Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι από τις μελέτες που έχουν διενεργηθεί, η Θεσσαλία, η Αττική, περιοχές της δυτικής ζώνης της Θεσσαλονίκης, όπως αυτή των τριών ποταμών αποτελούν σημεία υψηλής επικινδυνότητας. Προβλήματα εντοπίζονται επίσης σε παραλίμνιες περιοχές όπως τα Ιωάννινα και η Δυτική Μακεδονία.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως προειδοποιεί ο ίδιος «οπουδήποτε υπάρχει ρέμα υπάρχει κίνδυνος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Πήλιο, το οποίο χτυπήθηκε από την κακοκαιρία Daniel χωρίς να βρέχεται από κάποιο μεγάλο ποτάμι και να περιβάλλεται από μεγάλο κάμπο. Αντίστοιχα, λοιπόν, ζητήματα εντοπίζονται στην Θάσο, τη Σαμοθράκη, ακόμη και τη Σάμο».
Οι Δήμοι της Αθήνας που κινδυνεύουν
Όμως, τελικά, το επίκεντρο του προβλήματος εντοπίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Όπως έδειξαν και τα πλημμυρικά φαινόμενα στη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη, η ζημιά γίνεται στις πολύ υψηλές συγκεντρώσεις πληθυσμού».
Στην Ελλάδα, υψηλές συγκεντρώσεις πληθυσμού που βρίσκονται σε κίνδυνο στην Αθήνα, τις τρεις θεσσαλικές πόλεις και δυνάμει οι πόλεις της χώρας που έχουν δίπλα τους μεγάλα ποτάμια όπως η Λαμία και τη Σπάρτη.
Αναλυτικότερα, στην Αττική, οι περιοχές που κινδυνεύουν περισσότερο είναι οι περιοχές πλησίον του Κηφισού και του Ιλισού, ένα μέρος του Μαραθώνα και της Νέας Μάκρης, η Μάνδρα και το Άνω Θριάσιο.
Συνολικά οι 12 δήμοι που βρίσκονται στο επίκεντρο του προβλήματος είναι αυτοί των Αγίων Αναργύρων, Αθηνών, Αιγάλεω, Αχαρνών, ∆ιονύσου, Κηφισιάς, Μεταµόρφωσης, Μοσχάτου, Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, Πειραιά, Περιστερίου και Νέας Φιλαδέλφειας.
Μάλιστα, έχουν εντοπιστεί περίπου 250 επικίνδυνες θέσεις, που βρίσκονται στα νότια, σε περιοχές του Πειραιά, δηλαδή, και στις οποίες υπάρχουν σχολεία, υποδομές, αθλητικά κέντρα και επιχειρήσεις.
Τα άμεσα μέτρα και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός
Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό, ο ειδικός αναφέρει πως άμεσα «είναι επιτακτικό να καθαριστεί η κοίτη του Κηφισού, το άνοιγμα της εκβολής που προγραμματίζεται στον Ιλισό, το πάρκο του Φαλήρου, δηλαδή ενέργειες που μπορούν να γίνουν αύριο το πρωί».
Η συνολική όμως διαχείριση των πλημμυρικών φαινομένων χρειάζεται τουλάχιστον 20 χρόνια για να αλλάξει, σημειώνει.
Αυτή η συνολική διαχείριση, όπως εξηγεί ο καθηγητής, χρειάζεται σωστό σχεδιασμό, καινούργια έργα, αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης των έργων.
Όταν οι δραματικές καταστάσεις χρήζουν ραγδαίες αλλαγές – Τι μάθαμε από τους σεισμούς του ’80
Για να κατανοήσουμε γιατί χρειάζεται τόσο χρόνος, ο κ. Μπελαβίλας ανασύρει το παράδειγμα των επάλληλων σεισμών της δεκαετίας του 1980 και συγκεκριμένα του 1981 στις Αλκυονίδες και του 1986 στην Καλαμάτα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε 20 ανθρώπους.
Αυτές οι καταστροφές, όπως επισημαίνει, μας έκαναν εν τέλει να αλλάξουμε δραματικά τους κανονισμούς και στην Αθήνα να καταστεί μια πρωτεύουσα που δεν θα πέφτουν οι πολυκατοικίες της, ενώ κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει για το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη. «Τότε αυτές οι διεργασίες, από το να μάθουν οι άνθρωποι πώς πρέπει να αντιδρούν σε ένα σεισμό και οι εργολάβοι να εκτελούν σωστά τα έργα, χρειάστηκαν 20 χρόνια».
«Από εδώ και πέρα θα ζήσουμε με την κλιματική κρίση, επομένως θα μάθουμε να ζούμε με αυτή θέλουμε δεν θέλουμε και θα μάθουμε βιαίως, όπως έχει γίνει σε όλες τις μεγάλες αλλαγές στην ιστορία του ανθρώπου» τονίζει χαρακτηριστικά, για να προσθέσει πως όσο πιο γρήγορα καταλάβουμε το περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να προσαρμοστούμε τόσο λιγότερα θύματα και καταστροφές θα έχουμε».
Το παράδειγμα της Μάνδρας
Στον απόηχο της φονικής πλημμύρας στη Μάνδρα, σύμφωνα με τον καθηγητή, ολοκληρώθηκε το αντιπλημμυρικό έργο που περιλάμβανε την διευθέτηση του αγωγού δίπλα στην παλιά Εθνική Οδό που κατέβαλε το ένα από τα δύο ρέματα. Ο αγωγός όταν σημειώθηκαν οι πλημμύρες ήταν ημιτελής και υπό κατασκευή.
Παρόλα αυτά, όπως εξηγεί ο κ. Μπελαβίλας στην περιοχή εντοπίζεται ακόμη ένα πρόβλημα που μένει ανεπίλυτο: «η κατάληψη της κοίτης από δύο μεγάλες κατασκευές, που έχουν φτιαχτεί νομίμως εκεί που συμβάλλουν τα δύο ρέματα, οι Σούρες και η Αγία Παρασκευή, στην είσοδο της πόλης. Αυτές οι κατασκευές έφραξαν την κάθοδο των νερών».
Παράλληλα, όπως συμπληρώνει το ένα από τα δύο ρέματα, περνά μέσα από την πόλη και υπάρχει μια μικρή κοιλάδα, εντός της οποία υπάρχουν κτίσματα σχεδόν σε όλη την έκτασή της.
Λαμβάνοντας υπόψιν, λοιπόν το παράδειγμα αυτό, ο κ. Μπελαβίλας επισημαίνει πως το νερό του Κηφισού αντίστοιχα, θα εξακολουθεί να ρέει προς το Μοσχάτο και όσο πιο πολύ οι πλαγιές των βουνών γεμίζουν τσιμέντο και άσφαλτο, τόσο πιο επιβαρυντικές θα είναι οι συνέπειες.
Τι μας «διδάσκει» η Βαλένθια;
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, τελικά, είναι σαφές: «Η μόνη λύση για τα ποτάμια είναι να ελευθερώσουμε ξανά περιοχές για να απορροφάται το νερό ή να καθυστερεί να κατέβει και έπειτα να δημιουργηθούν φράγματα στις λοφοπλαγιές ή ψηλότερα που θα συγκρατούν φερτές ύλες και τέλος να διευρυνθούν οι κοίτες και οι εκβολές στη θάλασσα».
Άλλωστε, αυτό, είναι κάτι που μας έδειξαν και οι πλημμύρες στη Βαλένθια: «Συγκεντρώθηκε πληθυσμός σε ασφάλτινες λεωφόρους που μετατράπηκαν σε ασφάλτινα ποτάμια, γιατί δεν υπήρχε καμία δυνατότητα απορρόφησης του νερού. Εκεί δηλαδή όπου η ταχύτητα του νερού ήταν ασύλληπτη, αυτοί είναι φυσικοί κρουνοί εκατομμυρίων όγκων νερού και γι’ αυτό το λόγο παρέσυραν χιλιάδες ανθρώπους, αυτοκίνητα, νταλίκες».
Δημοσιεύτηκε ! 2024-11-05 07:57:00