Η ζωή στην εξοχή, μακριά από την πόλη, ευνοεί σημαντικά τη γονιμότητα των ανδρών
Ο τόπος διαμονής διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην γονιμότητα των ανδρών, όπως προκύπτει από νέες μελέτες.
Καθαρή ατμόσφαιρα και ησυχία φαίνεται να συμβάλλουν στην καλή αναπαραγωγική υγεία των ανδρών. Μεγάλη δανέζικη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο BMJ, διαπίστωσε ότι οι άνδρες που εκτίθενται μακροχρόνια σε σωματίδια διαμέτρου μικρότερης των 2,5 μm (PM 2,5) έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι υπογόνιμοι. Επίσης, η έκθεση στον θόρυβο της οδικής κυκλοφορίας επηρεάζει αρνητικά τη γονιμότητα σε άνδρες ηλικίας άνω των 37 ετών, σύμφωνα με τα ευρήματα.
Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 526.056 άνδρες, μέσης ηλικίας 33,6 ετών, που πληρούσαν τα κριτήρια που έθεσαν οι ερευνητές, δηλαδή να συζούσαν ή να ήταν παντρεμένοι, να είχαν λιγότερα από δύο παιδιά και να κατοικούσαν στη Δανία το διάστημα από το 2000 έως το 2017. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, 16.172 άνδρες διαγνώστηκαν με υπογονιμότητα η οποία αποδόθηκε στην έκθεση σε PM 2,5. Κάθε αύξηση κατά 2,9 μg/m3 στην 5ετή έκθεση συσχετίστηκε με 24% αύξηση του κινδύνου για στειρότητα σε άνδρες ηλικίας 30-45 ετών.
Εξετάστηκαν επίσης στοιχεία 377.850 γυναικών μέσης ηλικίας 32,7 ετών. Βρέθηκε ότι οι 22.672 ήταν υπογόνιμες και οι ερευνητές θεωρούν ότι οφείλεται στην έκθεση στον θόρυβο του δρόμου.
«Η υπογονιμότητα, δηλαδή η αδυναμία σύλληψης μετά από τακτικές σεξουαλικές επαφές χωρίς μέτρα αντισύλληψης, είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα», επισημαίνει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος και εξηγεί:
«Υπολογίζεται ότι 48 εκατομμύρια ζευγάρια δεν μπορούν να αποκτήσουν απογόνους, γεγονός που τους προκαλεί έντονη ψυχολογική καταπόνηση, όπως στρες, άγχος και κατάθλιψη», τονίζει.
Χημεία και φυτοφάρμακα, παθήσεις και ΣΜΝ
Η υπογονιμότητα στους άνδρες οφείλεται σε πληθώρα αιτιών, όπως, ενδεικτικά, σε λοίμωξη από ορισμένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (π.χ. γονόρροια, χλαμύδια, σύφιλη). Άλλοι λόγοι είναι η ύπαρξη παθήσεων όπως η κιρσοκήλη, ορμονικών διαταραχών, ανατομικών ανωμαλιών και καρκίνου. Ακόμα και το σωματικό βάρος (παχύσαρκοι, λιπόσαρκοι) επηρεάζει. Επιλογές του τρόπου ζωής έχουν επίσης επίδραση στη γονιμότητα και η τελευταία αυτή μελέτη ενισχύει τα επιστημονικά στοιχεία που στηρίζουν τη συγκεκριμένη άποψη.
«Τα τελευταία χρόνια ερευνάται ο ρόλος των φυτοφαρμάκων, της ιοντίζουσας ακτινοβολίας και εντονότερα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ρύποι στον αέρα επηρεάζουν αρνητικά την κινητικότητα, τον αριθμό και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων. Οι εισπνεόμενες ουσίες ταξιδεύουν στην αναπαραγωγική οδό μέσω του αίματος και μπορούν να μειώσουν τη γονιμότητα είτε διαταράσσοντας τις ορμόνες είτε προκαλώντας άμεση βλάβη στο σπέρμα», σημειώνει ο γιατρός.
Γιατί, όμως, δεν επηρεάζονται και οι γυναίκες; Η εξήγηση των ερευνητών της δανέζικης μελέτης είναι ότι η ανάπτυξη των γυναικείων ωοθυλακίων ξεκινά στη μήτρα, ενώ τα νέα σπερματοζωάρια παράγονται συνεχώς στον όρχι (μετά την εφηβεία), με συνολική διάρκεια ζωής τριών μηνών. Ως εκ τούτου, η σωματιδιακή ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να δράσει απευθείας στα σπερματοζωάρια κατά τη φάση της ευάλωτης σπερματογένεσης – για παράδειγμα, μέσω των άμεσων τοξικών επιδράσεων των σωματιδίων που μεταφέρονται από τους πνεύμονες στο αίμα, του οξειδωτικού στρες, των φλεγμονωδών διεργασιών και της γονοτοξικότητας.
Γονιμότητα: Τα υγιεινά πρότυπα και οι θεραπείες
Οι επιπτώσεις του θορύβου στην υγεία από την οδική κυκλοφορία είναι λιγότερο σαφείς, αλλά ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι επηρεάζει τις ορμόνες του στρες, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στη γονιμότητα.
Η καλύτερη επιλογή των ζευγαριών που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν είναι να ζουν σύμφωνα με τα υγιεινά πρότυπα, στα οποία περιλαμβάνεται η καλή διατροφή, η τακτική άσκηση, η αποφυγή του στρες και η διαβίωση σε ένα ήρεμο και καθαρό περιβάλλον. Αυτά όμως δεν εξασφαλίζουν τη γονιμότητα, μειώνουν, ωστόσο, τον κίνδυνο υπογονιμότητας.
Για την αντιμετώπισή της υπάρχουν πολλές θεραπείες που εστιάζουν στην αιτία και καθιστούν εφικτή μια εγκυμοσύνη. Για ένα μικρό ποσοστό, όμως, η μοναδική λύση είναι η καταφυγή σε τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η βελτίωσή τους τις τελευταίες 4 δεκαετίες έχει αυξήσει τα συνολικά ποσοστά γεννήσεων, αντιπροσωπεύοντας έως και το 8% των παιδιών σε ορισμένες χώρες.
Όταν η αποτυχία σύλληψης αποδίδεται στον άνδρα και τα φάρμακα και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και διατροφής δεν βελτιώνουν τη γονιμότητά του, τότε εξετάζεται η επιλογή της χρήσης τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η μέθοδος GIFT, ZIFT και ICSI.
Οι GIFT (gamete intrafallopian transfer) και ZIFT (zygote intrafallopian transfer) είναι τροποποιημένες εκδοχές της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF) και αφορούν στη μεταφορά σπέρματος, γονιμοποίηση στο εργαστήριο και μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου στο σώμα. Απλώς η διαδικασία είναι ταχύτερη.
«Η ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπέρματος (ICSI) ή μικρογονιμοποίηση είναι μια πρωτοποριακή τεχνική για τη θεραπεία της σοβαρής υπογονιμότητας, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με συμβατική in vitro σπερματέγχυση, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις σοβαρής ολιγοζωοσπερμίας, εξαιρετικά κακής κινητικότητας σπέρματος ή πλήρους τερατοζωοσπερμίας. Επιτρέπει την έγχυση ενός μεμονωμένου σπερματοζωαρίου, ανεξάρτητα από τα κινητικά και τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του. Η επιτυχία της μεθόδου αγγίζει το 80% – το υπόλοιπο εξαρτάται από την επακόλουθη θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης και την επιτυχή εμφύτευση του εμβρύου στην επένδυση της μήτρας μετά τη μεταφορά», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.
Δημοσιεύτηκε ! 2024-11-03 18:30:00