Για τον Αλέξανδρο Τσιλιφώνη, το «CAFE 404» είναι ένας ύμνος στο γέλιο – κυρίως όταν τα πράγματα είναι «μαύρα»
Όταν διάβασα τον τίτλο της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Αλέξανδρου Τσιλιφώνη, «CAFE 404», μου φάνηκε τρομερά γνώριμος και οικείος. Μου θύμισε μία γνωστή σε όλους μας “συνθήκη” – το ERROR 404. Βλέποντας το τρέιλερ και διαβάζοντας την υπόθεση της 93λεπτης ταινίας του, κατάλαβα πως δεν είχα πέσει και εντελώς έξω στους συνειρμούς μου. Ένα ερημωμένο καφέ στην Εθνική Οδό, ένας νέος άνθρωπος, ο Τζίμι, που παλεύει να επιβιώσει στην απένταρη πραγματικότητα, μια αποτυχημένη ανταλλαγή ναρκωτικών, αστυνομία, κακοποιοί και ταξιδιώτες και τρεις εκκεντρικοί υπάλληλοι του καφέ – πάντα μαζί με τον Τζίμι – να προσπαθούν “να πιάσουν την καλή” ή απλά να βγάλουν τη νύχτα. Μία μαύρη κωμωδία που ισορροπεί ανάμεσα στο εμπορικό σινεμά και στο arthouse. Μία ιστορία γεμάτη ήρωες και αντιήρωες που εξερευνούν ηθικά διλήμματα της καθημερινότητας, πάντα μέσα σε ένα σκληρό και σκοτεινά ρεαλιστικό περιβάλλον. Μία κατάσταση που φωνάζει με διαφορετικές φωνές ERROR 404 – ή απλά εγώ έχω συνηθίσει να το βλέπω έτσι – αλλά που ,όπως και να έχει, σε κάνει να γελάσεις με την αλήθεια της.
Βασικά, εγώ αυτό κατάλαβα· πως ο Αλέξανδρος θέλει να γελάει σ’ αυτή τη ζωή. Αν τώρα αυτή η κωμωδία, που λέγεται ζωή, είναι περισσότερες φορές απ’ όσες θα έπρεπε «μαύρη», τότε θα κάνει μία ταινία μαύρης κωμωδίας. Γιατί το γέλιο είναι, και θα είναι πάντα, η απάντηση — και στο «πώς;» αλλά και στο «γιατί;». Σκηνοθέτησε λοιπόν και έγραψε – μαζί με τους Σωτήρη Νικία και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, το σενάριο για το πολυτάραχο, όπως θα φανεί, «CAFE 404». Με αφορμή την πρώτη προβολή της ταινίας αλλά και τη συμμετοχή της στο διαγωνιστικό τμήμα του προγράμματος Film Forward του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κατάφερα να τον ρωτήσω για τις προκλήσεις, την έμπνευση, τους συντελεστές, την αγγλική γλώσσα, τα χρήματα και το γέλιο στο «CAFE 404».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΗ COSMOTE TV μεγάλος χορηγός του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης12.09.2018
Ποια ήταν η αρχική έμπνευση για την ταινία Cafe 404; Πώς ξεκίνησε η ιδέα για αυτή την ιστορία;
Η ιδέα του «Cafe 404» γεννήθηκε από ένα treatment του Σωτήρη Νικία. Ο Σωτήρης, έχοντας δουλέψει για αρκετά χρόνια σε fast-food αλυσίδα, είχε μαζέψει εμπειρίες που τον είχαν επηρεάσει σημαντικά. Καθημερινές ιστορίες, παράξενοι πελάτες ,στιγμές γεμάτες ένταση, και όλα αυτά βρήκαν το δρόμο τους σε μία ιστορία , που ήταν σαν μια αποσπασματική απεικόνιση του κόσμου των παρασκηνίων ενός fast-food. Ήταν κάτι οικείο και παράξενο ταυτόχρονα, μια δυνατή βάση για μια ιστορία με σκοτεινή, κωμική πλευρά.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη δημιουργία της ταινίας; Υπήρχαν στιγμές που χρειάστηκε να αλλάξετε ριζικά την προσέγγισή σας;
Η μεγαλύτερη πρόκληση στο «Cafe 404» ήταν να διατηρήσουμε την ένταση και τη ροή της ιστορίας σε έναν χώρο. Η ταινία εκτυλίσσεται αποκλειστικά στο καφέ, κάτι που δημιουργεί ένα είδος κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας. Χρειαζόταν να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πώς θα χειριστούμε τη δράση και τους χαρακτήρες, ώστε να μην αισθάνεται ο θεατής ότι το περιβάλλον γίνεται επαναλαμβανόμενο ή περιοριστικό. Αντίθετα, θέλαμε να δώσουμε βάθος στον χώρο και να τον κάνουμε να μοιάζει ζωντανός, σαν να ήταν ένας επιπλέον χαρακτήρας στην ταινία.
Το σενάριο του CAFE 404 υπογράφουν οι Σωτήρης Νικίας και Αντώνης Τσιοτσιόπουλος αλλά και εσύ ο ίδιος. Πως ήταν να συνεργάζεσαι με άλλους δύο διαφορετικούς ανθρώπους για να γράψεις το σενάριο της ταινίας;
Εδώ ήταν σημαντική η συνεργασία με τους δύο συν-σεναριογράφους, που είχαν εμπειρία και τη δική τους προσέγγιση. Η εμπιστοσύνη που υπήρχε μεταξύ μας μάς επέτρεψε να δουλέψουμε με ομαδικότητα και να αντλήσουμε από τις διαφορετικές οπτικές μας. Ο καθένας πρόσφερε κάτι δικό του, από μια νέα ιδέα μέχρι μια ανατροπή στους χαρακτήρες, που βοήθησε να κάνουμε τον χώρο ενδιαφέρον και πολυδιάστατο. Η αίσθηση ότι οι χαρακτήρες ζουν και εξελίσσονται μέσα στο ίδιο καφέ είναι αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης διαφορετικών ιδεών και τεχνικών αφήγησης.
Το γέλιο είναι για μένα μια αναγκαία ισορροπία, μια ανακούφιση που μας κρατά ψυχικά υγιείς.
Το Cafe 404 είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου και όπως διαβάζουμε στο δελτίο τύπου είναι μια «μαύρη κωμωδία». Πώς αποφάσισες να «μάς συστηθείς» με αυτό το είδος;
Η μαύρη κωμωδία μου ταιριάζει σαν χαρακτήρας. Αντιμετωπίζω με χιούμορ ακόμη και τις πιο απρόσμενες, ή σκοτεινές στιγμές. Αυτή η ματιά δεν είναι κάτι που επέλεξα συνειδητά· είναι περισσότερο ο τρόπος που βλέπω τη ζωή. Στις πιο δύσκολες ή τραγικές στιγμές, πάντα υπάρχει μια μικρή σπίθα που μπορεί να σε κάνει να χαμογελάσεις ή να γελάσεις. Αυτό το είδος ταινίας, λοιπόν, ήταν για μένα ο πιο φυσικός τρόπος να συστηθώ ως δημιουργός. Στο «Cafe 404» ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή τη μορφή χιούμορ για να δώσω στους χαρακτήρες μια διάσταση που τους κάνει να μοιάζουν πιο ανθρώπινοι και ευάλωτοι. Η ζωή μπορεί να είναι σκληρή και άδικη, αλλά η ικανότητα να γελάς με τα προβλήματα είναι κάτι πολύτιμο. Μέσω αυτής της προσέγγισης, η ταινία προσπαθεί να δείξει ότι ακόμα και όταν όλα φαίνονται να καταρρέουν, μπορείς να βρεις έναν τρόπο να συνεχίσεις – και μερικές φορές αυτός ο τρόπος είναι το γέλιο.
Ποιες ήταν οι βασικές επιρροές σου από τον κινηματογράφο -ή την τέχνη γενικότερα- στη δημιουργία της; Υπάρχουν συγκεκριμένα έργα ή σκηνοθέτες που σε επηρέασαν;
Από την πρώτη στιγμή, ένα έργο που με ενέπνευσε πολύ ήταν το «Nighthawks» του Edward Hopper. Ο τρόπος που απεικονίζει ένα απομονωμένο, μοναχικό καφέ με λιγοστούς ανθρώπους σε ένα σχεδόν απόκοσμο περιβάλλον μου έδωσε έμπνευση για την αισθητική και την ατμόσφαιρα του «Cafe 404». Ήθελα να φέρω στην ταινία αυτή την αίσθηση της μοναξιάς και της αποξένωσης που αποπνέει ο πίνακας, καθώς και την παλέτα χρωμάτων του, που ενισχύει τη διάθεση του απομονωμένου χώρου.
Κινηματογραφικά, επηρεάστηκα πολύ από το «Wild Tales», του 2014. Είναι μια από τις πιο εμπνευσμένες μαύρες κωμωδίες που έχω δει, με κάθε ιστορία να εξισορροπεί ιδανικά το τραγικό και το κωμικό. Το «Cafe 404» προσπαθεί να πετύχει κάτι παρόμοιο, να παίξει με τις ισορροπίες αυτές, προσφέροντας στο κοινό μια εμπειρία που άλλοτε προκαλεί γέλιο και άλλοτε συγκίνηση. Η ανατροπή του συναισθήματος είναι το κλειδί που πήρα από το «Wild Tales» και ήθελα να το ενσωματώσω στη δική μου ιστορία.
Γιατί επιλέξατε η ταινία να έχει Έλληνες ηθοποιούς και αγγλικούς διαλόγους;
Η απόφαση να χρησιμοποιήσουμε Έλληνες ηθοποιούς αλλά να κρατήσουμε το σενάριο στα αγγλικά είχε μια ενδιαφέρουσα διαδρομή. Αρχικά, η ταινία σχεδιαζόταν να γυριστεί στην Αγγλία, καθώς ο Σωτήρης, που έγραψε το πρωτότυπο treatment, αν και Έλληνας, δεν μιλά ελληνικά. Τα πρώτα drafts του σεναρίου γράφτηκαν απευθείας στα αγγλικά, και κάναμε κάποιες προσπάθειες να το μεταφέρουμε στα ελληνικά, αλλά σύντομα διαπιστώσαμε ότι το χιούμορ και ο ρυθμός των διαλόγων δεν αποδίδονται το ίδιο καλά. Όταν τελικά πήραμε χρηματοδότηση από την ΕΡΤ και τον ΕΚΟΜΕ, αποφασίσαμε να κρατήσουμε το σενάριο στην αγγλική γλώσσα και να εξετάσουμε Έλληνες ηθοποιούς.
Η ζωή μπορεί να είναι σκληρή και άδικη, αλλά η ικανότητα να γελάς με τα προβλήματα είναι κάτι πολύτιμο.
Το αποτέλεσμα ήταν να δώσουμε στην ταινία έναν μοναδικό χαρακτήρα, μια αίσθηση διαπολιτισμικής προσέγγισης. Το ότι Έλληνες ηθοποιοί παίζουν σε αγγλικούς διαλόγους δίνει στην ταινία μια αίσθηση που υπερβαίνει τα σύνορα και κάνει το περιβάλλον να μοιάζει “διεθνές”, δημιουργώντας ένα σκηνικό που θα μπορούσε να υπάρχει σε οποιαδήποτε χώρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΟι ελληνικές ταινίες του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης12.09.2018
Πιστεύεις πως ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε όλα τα άσχημα και δύσκολα είναι το γέλιο;
Ναι, το πιστεύω ακράδαντα: το γέλιο είναι ίσως το ισχυρότερο αντίδοτο στις δυσκολίες. Ό,τι κι αν συμβεί, το να μπορείς να γελάσεις σου δίνει τη δύναμη να συνεχίσεις. Στη δική μου ζωή και δουλειά, πάντα αναζητώ την κωμική πλευρά ακόμα και στις πιο απρόβλεπτες καταστάσεις. Δεν είναι απλώς ένα μέσο διαφυγής· είναι μια αναγκαία ισορροπία, μια ανακούφιση που μας κρατά ψυχικά υγιείς. Αυτό είναι ένα από τα βασικά θέματα του «Cafe 404»: οι χαρακτήρες παλεύουν με προβλήματα και αδιέξοδα, αλλά το χιούμορ τους βοηθά να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις. Πιστεύω πως το γέλιο είναι μια μορφή επιβίωσης, μια αίσθηση αισιοδοξίας, ακόμα και όταν όλα φαίνονται χαμένα.
Η ατάκα μένει ανοιχτή, σαν πρόκληση: πόσο αξίζει να θυσιάσεις για το χρήμα και πού βρίσκονται οι πραγματικοί θησαυροί της ζωής;
Τελικά πες μου, όλα γίνονται μόνο για τα λεφτά;
Στην ταινία και στη ζωή, η ερώτηση είναι: «Όλα γίνονται για τα λεφτά;». Η απάντηση είναι: και ναι και όχι. Οι χαρακτήρες μου τα κυνηγούν σαν να είναι το εισιτήριο για τη ζωή που θέλουν, και ως έναν βαθμό, έτσι είναι – χωρίς χρήματα, πολλά γίνονται δύσκολα.
Όμως, όσο προχωράει η ιστορία, αποκαλύπτεται ότι τα λεφτά φέρνουν μαζί τους κόστη που δεν υπολογίζεις: σε ελευθερία, ακεραιότητα, ακόμα και χαρά. Το ίδιο ισχύει και στη ζωή. Ναι, τα χρειαζόμαστε, αλλά δεν φέρνουν την αληθινή ευτυχία· αυτή κρύβεται στις σχέσεις και τις εμπειρίες που δεν αγοράζονται. Έτσι, η ατάκα μένει ανοιχτή, σαν πρόκληση: πόσο αξίζει να θυσιάσεις για το χρήμα και πού βρίσκονται οι πραγματικοί θησαυροί της ζωής;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΤα αφιερώματα του 65oυ ΦΚΘ: Ένας οδηγός με τις ταινίες που κανείς δεν πρέπει να χάσει12.09.2018
Δημοσιεύτηκε ! 2024-11-02 09:18:00