Ρούμπεν Αμορίμ, ο προπονητής – φαινόμενο
Ολα άρχισαν τον Απρίλιο του 2018, όταν ο Ζοσέ Μουρίνιο -προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εκείνο τον καιρό- προσκάλεσε στο αθλητικό κέντρο του Κάρινγκτον τρεις από τους καλύτερους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, όπου δίδασκε την τέχνη της προπονητικής, για να τον παρακολουθήσουν επί το έργον. Ο Ρούμπεν Αμορίμ, ένας από τους «εκλεκτούς», είχε μόλις αποσυρθεί από τη δράση, στα 32, λόγω σοβαρού τραυματισμού.
Δεν ήταν βέβαιος πως ήθελε να γίνει προπονητής. Το αποφάσισε εκείνη την εβδομάδα, γοητευμένος από τη δουλειά του δασκάλου του. Αρχισε να διαβάζει για να πάρει το δίπλωμα της UEFA, και να κάνει όνειρα για τη νέα του καριέρα. Αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι πριν κλείσει τα 40 θα επέστρεφε στο Κάρινγκτον, αυτή τη φορά για να αναλάβει τις τύχες μιας από τις πιο δημοφιλείς ομάδες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Η «εκτόξευση» του Αμορίμ ήταν πιο θεαματική και από εκείνη του Μουρίνιο πριν από δύο δεκαετίες. Το 2019 τον βρήκε να κάνει τα πρώτα του βήματα στη Γ’ Κατηγορία της Πορτογαλίας (Κάζα Πία). Σε λιγότερο από μια πενταετία ήταν, ήδη, ένας από τους πιο περιζήτητους νέους προπονητές. Τον ήθελε η Λίβερπουλ για να αντικαταστήσει τον Γιούργκεν Κλοπ. Τον καλοέβλεπε η Μάντσεστερ Σίτι για να διαδεχθεί τον Πεπ Γκουαρδιόλα, ίσως το 2025. Τον προσέγγισε η Γουέστ Χαμ. Βρέθηκε ψηλά στη λίστα των υποψηφίων της Μπαρτσελόνα, της Τότεναμ και άλλων μεγάλων συλλόγων. Τελικώς, έβαλε το πιο δύσκολο στοίχημα: να… αναστήσει τη Γιουνάιτεντ.
Προπονητής Α’ Κατηγορίας έγινε για πρώτη φορά σε ηλικία 34 ετών. Ανέλαβε την Μπράγκα σε κακά χάλια και μέσα σε μερικές εβδομάδες, χωρίς μεταγραφές, τη μεταμόρφωσε. Κέρδισε 10 από τα 13 παιχνίδια της, νικώντας, μεταξύ άλλων, την Μπενφίκα. Για αυτόν τον θρίαμβο οι οπαδοί της περίμεναν 65 ολόκληρα χρόνια. Η δουλειά του Αμορίμ ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε τον Μάρτιο του 2020 η Σπόρτινγκ Λισαβόνας πλήρωσε 10 εκατομμύρια ευρώ για να «σπάσει» το συμβόλαιό του και να τον φέρει στο «Ζοσέ Αλβαλάδε». Τα πορτογαλικά media είχαν χαρακτηρίσει «τρέλα» την απόφαση του συλλόγου να ποντάρει τόσα χρήματα σε έναν άπειρο προπονητή, ο οποίος, μάλιστα, ήταν πρώην παίκτης της Μπενφίκα και φανατικός οπαδός της.
Προτού, καν, αποκτήσει το UEFA Pro, ο Αμορίμ κατέκτησε το παρθενικό του τρόπαιο: το πορτογαλικό Λιγκ Καπ. Στην πρώτη του γεμάτη σεζόν στη Λισαβόνα (2020-2021) οδήγησε την Σπόρτινγκ στο «νταμπλ». Ηταν 36 ετών όταν της χάρισε τον πρώτο της τίτλο στο πρωτάθλημα έπειτα από 19 χρόνια. Πριν από μερικούς μήνες την έστεψε πρωταθλήτρια ξανά. Επίσης, την πήγε
στα νοκ-άουτ του Τσάμπιονς Λιγκ για πρώτη φορά έπειτα από 11 χρόνια. Και, στη συνέχεια, στα προημιτελικά του Γιουρόπα Λιγκ. Πλέον, τα «Λιοντάρια» δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα δύο μεγαλύτερα club της χώρας, την Μπενφίκα και την Πόρτο.
Ο «Special One 2.0», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει τα Μέσα στην Πορτογαλία, πήρε τα πρώτα του μαθήματα από τον Μουρίνιο -είναι και φίλοι-, όμως τα μόνα κοινά τους στοιχεία είναι η καταγωγή και η επιτυχία. Ο Αμορίμ είναι θιασώτης του επιθετικού, κυριαρχικού και θεαματικού ποδοσφαίρου. Ενας διασκεδαστής του κοινού, ο οποίος πιστεύει ότι το παιχνίδι έχει νόημα μόνο εφόσον συναρπάζει εκείνους που το παρακολουθούν. Ποτέ δεν… βγάζει στη σέντρα τους παίκτες του για τα λάθη τους. Αντιθέτως, τους πιστώνει όλα τα κατορθώματα της ομάδας. Και παρά την ευφράδεια που διαθέτει (κάποτε ο Κριστιάνο Ρονάλντο τον χαρακτήρισε «ποιητή», εντυπωσιασμένος από το λεξιλόγιο και την πειθώ του), δεν του αρέσει να μιλάει πολύ στα media.
Ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση και περηφάνεια. Πρωτάρης ακόμη, στην Κάζα Πία, είχε χάσει τα δύο πρώτα του ματς. Διακρίνοντας στα βλέμματα όλων την αμφιβολία για τις ικανότητές του ανακοίνωσε πως, αν έχανε και το τρίτο, δεν θα περίμενε να τον διώξουν. Θα έφευγε μόνος του. Αλλαξε το σύστημα, έπαιξε με τρεις στόπερ (ακόμη το κάνει), και η ομάδα του νίκησε. Δεν ηττήθηκε ποτέ ξανά επί των ημερών του, όπως σημειώνει το BBC Sport που αφηγήθηκε αυτή τη μικρή ιστορία.
Παλιοί του παίκτες και συνεργάτες τον περιγράφουν ως έναν σεμνό, ευγενικό και καλλιεργημένο άνθρωπο. Εργατικό και ανοιχτόμυαλο. Μετά την προπόνηση, εξακολουθεί να εργάζεται με διάφορους τρόπους. Παρακολουθεί αγώνες στον υπολογιστή του, επικοινωνεί με όποιους πιστεύει πως θα μπορούσαν να του πουν κάτι χρήσιμο για τη δουλειά του, και διαβάζει βιβλία για το ποδόσφαιρο. Τελευταία το έχει ρίξει στις βιογραφίες: του Γκουαρντιόλα, του Ποτσετίνο και του Μουρίνιο.
Θα μπορούσε να έχει φύγει από την Σπόρτινγκ πέρυσι. Ή να περιμένει να πάρει τη θέση του Πεπ στη Σίτι. Γιατί αποφάσισε να το κάνει τώρα, και μάλιστα για την εξαιρετικά προβληματική Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ; Επειδή αυτή η πρόκληση τον εξιτάρει περισσότερο από όλες, απαντούν οι λονδρέζικοι Times. Αν τα καταφέρει εκεί που τα 11 προηγούμενα χρόνια απέτυχαν παταγωδώς οι πιο έμπειροι και πιο φημισμένοι συνάδελφοί του, θα κάνει θριαμβευτική είσοδο στη λέσχη των κορυφαίων προπονητών του Κόσμου.
Το μεσημέρι της Παρασκευής η Γιουνάιτεντ ανακοίνωσε επισήμως την πρόσληψη του πορτογάλου τεχνικού, με συμβόλαιο έως το καλοκαίρι του 2027 και οψιόν επέκτασης για ακόμη ένα έτος. Για να τον φέρει στο Μάντσεστερ δέχτηκε να καταβάλει στην Σπόρτινγκ ρήτρα αποδέσμευσης, ύψους 11 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο έκτος μόνιμος προπονητής των «Κόκκινων Διαβόλων» στη μετά-Φέργκιουσον εποχή θα αναλάβει καθήκοντα στις 11 Νοεμβρίου και θα κοουτσάρει τη νέα του ομάδα στο εκτός έδρας ματς πρωταθλήματος εναντίον της Ιπσουιτς στις 24 Νοεμβρίου. Στο «Ολντ Τράφορντ» θα εμφανιστεί τέσσερις μέρες μετά (28/1), στην αναμέτρηση με την Μπόντο Γκλιμτ για το Γιουρόπα Λιγκ.
«Ερχεται κάποια στιγμή στη ζωή, που θέλεις το κάτι παραπάνω. Να αποδείξεις ότι μπορείς να κάνεις ακόμη περισσότερα», τόνισε χθες (Πέμπτη), εξηγώντας στους οπαδούς της Σπόρτινγκ, που τον λάτρεψαν, γιατί τους εγκαταλείπει. Αλλά όσο ψηλά κι αν φτάσει, ποτέ δεν θα ξεχάσει την ομάδα που του έδωσε την πρώτη μεγάλη ευκαιρία. Οπως δεν ξέχασε την Κάζα Πία. Πληρώνει ακόμη τα ενοίκια κάποιων παικτών της που δεν τα κατάφεραν στην καριέρα τους.
. . .
Δημοσιεύτηκε ! 2024-11-01 16:25:00