Οικονομία

Τι κέρδισε η Ελλάδα από την ένταξή της στη ευρωζώνη

Στα οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα από την υιοθέτηση του ευρώ αναφέρθηκε σήμερα Δευτέρα (10/3) ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, σε εκδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων από την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη. 

Ο Γιάννης Στουρνάρας κάνει λόγο για ιστορικό επίτευγμα, καθώς οι συνθήκες για την ελληνική οικονομία μόνο ευοίωνες δεν ήταν, αφού υφίστατο μεγάλη -η μεγαλύτερη από όλα τα άλλα υποψήφια κράτη-μέλη- απόσταση από τα μεγέθη αναφοράς των αντίστοιχων κριτηρίων σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να ανακαλέσουμε την εικόνα που είχαμε τότε για τον πληθωρισμό, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, το δημόσιο χρέος, τα επιτόκια και τη συναλλαγματική ισοτιμία (δηλαδή την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος).

Από την άλλη, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των εταίρων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των αρνητικών επιδόσεών της στην οικονομική πολιτική από το τέλος της δεκαετίας του 1970 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980.

Όπως τόνισε, η ελληνική οικονομία πέτυχε την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ με την ικανοποίηση και των πέντε κριτηρίων σύγκλισης.

Και ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος συνέχισε: 

«Αυτό συνέβη μετά από μια επιτυχημένη αλλά κοπιώδη πορεία έξι ετών, 1994-2000, ιδιαίτερα όμως την περίοδο 1996-2000, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβησαν έκτακτα γεγονότα με μεγάλο οικονομικό κόστος για τη χώρα, όπως η κρίση στα Ίμια το 1996, η διεθνής κρίση των αναδυόμενων αγορών του 1997/98, ο σεισμός του Σεπτεμβρίου του 1999 και ο πόλεμος στο Κόσσοβο το 1999.

Πώς όμως επιτεύχθηκε ο Ηράκλειος αυτός άθλος και τι χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν για το μέλλον;

  • Πρώτον, υπήρχαν συγκεκριμένοι στόχοι, τα πέντε κριτήρια σύγκλισης, που σύντομα υιοθετήθηκαν ως πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Παρά το ότι ήταν δυσάρεστο για πολλούς να αποκτά προτεραιότητα η ονομαστική έναντι της πραγματικής σύγκλισης, σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η επίτευξη των πέντε κριτηρίων και η έγκαιρη ένταξη στη ζώνη του ευρώ ήταν προϋπόθεση για διατηρήσιμη πραγματική σύγκλιση, άρα ζήτημα μείζονος πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σημασίας. Στα Αναθεωρημένα Προγράμματα Σύγκλισης από το 1994 και μετά αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, και γενικά της ονομαστικής σύγκλισης, κάτι καθόλου, μα καθόλου, αυτονόητο την εποχή εκείνη.
  • Δεύτερον, υπήρξε πολιτική καθοδήγηση (leadership), αποφασιστικότητα, συντονισμός, συνέχεια, συνέπεια και επιμονή. Από το 1994 η ίδια σχεδόν ομάδα, του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, με τον συντονισμό του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Γιάννου Παπαντωνίου επιφορτίστηκε μέχρι τέλους με την εκτέλεση του έργου, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Μετά όμως το 1996 και τύχη αγαθή για την Ελλάδα, την εκλογή του Κώστα Σημίτη στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο, οι στόχοι έγιναν πολύ πιο φιλόδοξοι και συνεκτικοί, η επιδίωξη τους πολύ πιο επίμονη και η πολιτική κάλυψη του οικονομικού επιτελείου πολύ πιο ισχυρή. Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό, καθώς το οικονομικό επιτελείο αποτελεί τον πιο ευαίσθητο πόλο κάθε κυβέρνησης. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και το ευρύ κοινό δεν κρίνουν συνήθως με βάση τις μακροπρόθεσμες προοπτικές και στόχους, αλλά με βάση την καθημερινότητα, όπου τα καλά οικονομικά νέα περνούν σχεδόν απαρατήρητα, ενώ τα δυσάρεστα φτιάχνουν πολλές φορές πρωτοσέλιδα. Η απόλυτη πολιτική κάλυψη του οικονομικού επιτελείου από τον Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη έγινε αντιληπτή αμέσως μόλις άρχισαν να λαμβάνονται φορολογικά μέτρα με υψηλό πολιτικό κόστος (προκειμένου να πληρώσουν οι «έχοντες και κατέχοντες» σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση εκείνης της εποχής) ώστε να επιταχυνθεί η ταχεία μείωση του ελλείμματος στον προϋπολογισμό.
  • Τρίτον, αποφεύχθηκαν δογματισμοί και στείρες προσεγγίσεις και υιοθετήθηκαν ρεαλιστικά και ευέλικτα μέσα (δημοσιονομικά, νομισματικά/συναλλαγματικής πολιτικής, εισοδηματικά, διαρθρωτικά), καθώς και χρονοδιαγράμματα που επικαιροποιούνταν στο πλαίσιο των κυλιόμενων Προγραμμάτων Σύγκλισης. Η επιτυχημένη πορεία της οικονομίας και η παράλληλη επίτευξη οικονομικής σταθεροποίησης και οικονομικής ανάπτυξης ακύρωσαν επίσης ορισμένες, δογματικές και ιδεολογικά φορτισμένες, αντιλήψεις που έβρισκαν μέχρι τότε πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα. Οι διαδεδομένες τότε αντιλήψεις που έπρεπε να αντικρουστούν ιδεολογικά, τεχνοκρατικά και πολιτικά, ήταν του τύπου “στην Ελλάδα δεν μπορεί να μειωθεί ο πληθωρισμός κάτω από το 10% γιατί υπάρχουν διαρθρωτικές αγκυλώσεις και μεγάλος αγροτικός τομέας”, ή, ακόμα περισσότερο, του τύπου “δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη παράλληλα με οικονομική σταθεροποίηση”, ένα πολύ διαδεδομένο δόγμα μιας παρωχημένης εποχής. Τώρα ίσως αυτά ακούγονται περίεργα, τότε όμως κυριαρχούσαν.
  • Τέταρτον, και με πλέον καταλυτικό Προϋπολογισμό αυτόν του 1997, δηλαδή τον πρώτο Προϋπολογισμό του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού, δεν εγκαταλείφθηκε η κοινωνική και αναπτυξιακή διάσταση της οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα μάλιστα, επιτεύχθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά τουλάχιστον τρεις εκατοστιαίες μονάδες, η φοροδιαφυγή περιορίστηκε αισθητά, επιβλήθηκε φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας στους “έχοντες και κατέχοντες”, βελτιώθηκε σημαντικά η σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων, ενώ οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν κάθε χρόνο εντός των ορίων της αύξησης της παραγωγικότητας, βελτιώνοντας έτσι το βαθμό κοινωνικής αποδοχής της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι εισροές του Δεύτερου Κοινοτικού Πλαισίου στήριξης διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην αναπτυξιακή διάσταση της οικονομικής πολιτικής. Όμως, η αναπτυξιακή προσπάθεια στηρίχθηκε κυρίως στη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που ήταν το αποτέλεσμα της μείωσης των επιτοκίων, της σταδιακής σταθεροποίησης της οικονομίας, και ιδιαίτερα της μείωσης του πληθωρισμού και των δημόσιων ελλειμμάτων, καθώς και της βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος. Είναι εντυπωσιακό, και σίγουρα όχι σύνηθες φαινόμενο με βάση τη διεθνή εμπειρία, ότι σε μια περίοδο οικονομικής σταθεροποίησης με δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του πληθωρισμού (περίπου δώδεκα εκατοστιαίες μονάδες το καθένα μεταξύ 1993 και 1999) επιτεύχθηκαν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και ταχεία σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με αυτό του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 66% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 1996, έφτασε το 72% το 2004. Είχε, στην ουσία, αποκατασταθεί αυτό που τόσα χρόνια έλειπε: Η εμπιστοσύνη στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Για πρώτη φορά, δεν ανετράπη από τον πολιτικό εκλογικό κύκλο η οικονομική πολιτική, όπως είχε γίνει το 1981, το 1985, το 1989, το 1990, το 1993. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στον Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, ο οποίος αγνόησε το υψηλό πολιτικό κόστος, ιδιαίτερα του Προϋπολογισμού του 1997 που είχε καταθέσει το οικονομικό επιτελείο, σηματοδοτώντας την αποφασιστικότητά του για αταλάντευτη πορεία μέχρι την ολοκλήρωση της ενταξιακής προσπάθειας.

Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ αποτελεί κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο επίτευγμα στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας, σφραγίζοντας τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και τοποθετώντας την στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Έλυσε, επίσης, άπαξ δια παντός, το πρόβλημα της νομισματικής και συναλλαγματικής αστάθειας που ταλάνισε την Ελλάδα μεγάλα χρονικά διαστήματα από την εθνική της ανεξαρτησία και μετά. Το ίδιο, παρεμπιπτόντως, συμβαίνει ακόμα με πολλές μικρές, ανοιχτές οικονομίες, ευρωπαϊκές ή μη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτούνται σήμερα την συμμετοχή τους στην ζώνη του ευρώ (τελευταία εισήλθε την 1.1.2024 η Κροατία), ενώ ευημερούσες χώρες-μέλη, όπως η Σουηδία και η Δανία, προσαρμόζουν την νομισματική τους πολιτική ώστε τα εθνικά τους νομίσματα να ακολουθούν την πορεία του ευρώ (“they are shadowing the euro”), προσαρμογή η οποία συνήθως επιτυγχάνεται με επιτόκια νομισματικής πολιτικής υψηλότερα από τα αντίστοιχα επιτόκια του ευρώ, ενώ ουδεμία έχουν επιρροή στις αποφάσεις που καθορίζουν την πορεία του ευρώ.

Η αξία της ένταξης φάνηκε μερικά χρόνια αργότερα, όταν οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ παρενέβησαν για να αποτρέψουν την χρεοκοπία της Ελλάδας. Παρενέβησαν αναχρηματοδοτώντας σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος της, με πολύ ευνοϊκούς όρους, εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητά του για πολλά χρόνια. Στην ουσία η Ελλάδα έλαβε τη μεγαλύτερη δέσμη οικονομικής βοήθειας που έχει καταγράψει διεθνώς η Οικονομική Ιστορία ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους.

*Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα δεξιά στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό. 

 




Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-10 20:39:00

Back to top button