Οικονομία

Τι ανακαλύψαμε στο ταξίδι που κάναμε στην Ελλάδα

Η αμερικανική Bank of Αmerica (BofA) στο πρόσφατο ταξίδι της στην Αθήνα επιβεβαίωσε την άποψή της ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε θετική πορεία. Η ανάκαμψη από τα διπλά σοκ της Covid-19 και της ενεργειακής κρίσης βρίσκεται σε καλό δρόμο και η ανάπτυξη αναμένεται να συνεχίσει να ξεπερνά τη συνολική ανάπτυξη της Ευρωζώνης και το 2025-2026. O οίκος προβλέπει ανάπτυξη 1,4% φέτος, 1,6% το 2025 και 1,9% το 2026.

«Στην τελευταία μας έκθεση για την Ελλάδα (Euro Area Viewpoint: Greece: expect over performance to continue), υποστηρίξαμε ότι η οικονομία επωφελείται από τρεις σημαντικούς κυκλικούς θετικούς ανέμους, που βρίσκονται σε εξέλιξη:

  1. Την κάλυψη των επενδύσεων, βοηθούμενη επίσης από το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας,
  2. Την ηπιότερη μετακύλιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής σε σχέση με τις αντίστοιχες χώρες της Ευρωζώνης και
  3. Τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική σύνεση και δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Για το μέλλον, βλέπουμε ότι τα σημεία ένα και τρία παραμένουν βασικοί μοχλοί μιας θετικής αφήγησης γύρω από τα ελληνικά μακροοικονομικά μεγέθη. Από την άλλη πλευρά, δεδομένης της χαμηλότερης ευαισθησίας της ελληνικής οικονομίας στα επιτόκια σε σχέση με τους ομολόγους της Ευρωζώνης, οι παρενέργειες από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσαν να είναι σχετικά περιορισμένες», εξηγεί η BofA.

«Tο ταξίδι μας στην Αθήνα μάς άφησε επίσης την εντύπωση ότι η οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από πολλές διαρθρωτικές δυσχέρειες και τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη είναι συνολικά εύθραυστα (με υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από ευμετάβλητους τομείς όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία). Αυτό ενισχύει την άποψη ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι στραμμένοι για χαμηλότερα», εκτιμά ο οίκος.

«Ενώ δεν συμμεριζόμαστε τις μεγάλες ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας (η χαλαρότητα εξακολουθεί να είναι αρκετή κατά την άποψή μας), αναγνωρίζουμε ότι οι καθυστερήσεις στην έγκαιρη εφαρμογή των δυνητικών μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη θα μπορούσαν να περιορίσουν την κυκλική ανοδική πορεία, ιδίως μέσω των πιστωτικών περιορισμών και των ελλείψεων εργασίας».

Θετικό 1ο εξάμηνο που στηρίζει την οικονομία

«Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, παρατηρήσαμε μια θετική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική αφήγηση που αντανακλά μια, ως επί το πλείστον, καλή οικονομική επίδοση μέχρι στιγμής φέτος. Το α’ εξάμηνο η ανάπτυξη διατήρησε τη θετική της δυναμική (με αύξηση 1,1% σε τριμηνιαία βάση το β’ τρίμηνο, επιταχυνόμενη από 0,8% το α’ τρίμηνο), το οικονομικό κλίμα παρέμεινε αισιόδοξο (πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει με σταθερό ρυθμό (με το ποσοστό ανεργίας να φτάνει σε μονοψήφιο αριθμό για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της κρίσης και η θερινή τουριστική περίοδος ήταν πολύ ισχυρή.

Στο πολιτικό μέτωπο, η κυβερνητική σταθερότητα δεν φαίνεται να κινδυνεύει και, παρά τις εσωτερικές διαιρέσεις στα κύρια κόμματα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν το 2027. Επίσης, οι δημοσιονομικές προοπτικές φαίνονται βελτιωμένες, ενώ η συνεχιζόμενη εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δίνει ώθηση στην οικονομία. Η υπεραπόδοση της ανάπτυξης θα αποτελέσει θέμα και για το 2025-2026. Συνολικά, τα συμπεράσματα από το ταξίδι στην Αθήνα ενισχύουν την άποψή μας για τις μακροοικονομικές προοπτικές.

Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η οικονομία θα είναι από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στην Ευρώπη και το 2025-2026 και η ανάπτυξη θα πρέπει να ξεπεράσει τον περιφερειακό μέσο όρο για ολόκληρο τον ορίζοντα πρόβλεψης. Η εγχώρια ζήτηση (κυρίως μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων) είναι πιθανό να παραμείνει ο κύριος μοχλός ανάπτυξης του ΑΕΠ, ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα αρχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη από το β’ εξάμηνο.

Η αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ η εφαρμογή του σχεδίου επενδύσεων και η συνεχιζόμενη προσπάθεια να καλυφθεί το χάσμα των επενδύσεων σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη των επενδύσεων. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι μετά τα πολλά χρόνια της κρίσης με την υποεπένδυση, υπάρχει άφθονο περιθώριο για να καλύψουμε το κενό», εξηγεί η BofA.

Η περιορισμένη ευαισθησία στα επιτόκια περιορίζει την ανοδική τάση από τον κύκλο χαλάρωσης της ΕΚΤ

Η ΒofA σημειώνει τη χαμηλότερη ευαισθησία της ελληνικής οικονομίας στα επιτόκια, η οποία αποτελεί ένα ιδιόμορφο πλεονέκτημα στο πλαίσιο της εξαιρετικά περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Αυτή η πιο περιορισμένη ευπάθεια στα επιτόκια οφείλεται: i) στη χαμηλή μόχλευση των ελληνικών νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ii) στη μακρά μέση ωρίμανση του χρέους (κοντά στα 20 έτη), iii) στην ειδική για τη χώρα διάρθρωση του χρέους.

«Όσο κι αν η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής δεν αποτέλεσε σημαντικό αντίβαρο κατά τη διάρκεια του κύκλου της αύξησης, ούτε η χαλάρωση θα πρέπει να αποτελέσει σημαντικό αντίβαρο για αυτή τη φάση του κύκλου. Πιστεύουμε ότι οι εκτιμήσεις για τα επιτόκια θα διαδραματίσουν πιο οριακό ρόλο στις αποφάσεις της Ελλάδας για τις επενδύσεις/δαπάνες σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ευρωζώνης. Όσον αφορά τη δυναμική των πιστώσεων, οι συναντήσεις μας στην Αθήνα μάς άφησαν μια πικρή επίγευση σχετικά με τον κίνδυνο πιστωτικών περιορισμών.

Είναι αλήθεια ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση και η έντονη εστίαση στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού συνεχίζεται. Ωστόσο, αποκομίσαμε την εντύπωση ότι η πρόσβαση στην πιστωτική αγορά είναι καλά εξασφαλισμένη για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πολύ λιγότερο για τις ΜμΕ και τα νοικοκυριά.

Είναι αλήθεια ότι η κληρονομιά του παρελθόντος εξακολουθεί να ‘δαγκώνει’ και η προτεραιότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παραμένει -δικαίως- ο περιορισμός των κινδύνων γύρω από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο μέρος της χορήγησης πιστώσεων το τελευταίο διάστημα στρέφεται προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, οι ΜΜΕ φαίνεται να έχουν πιο περιορισμένη πρόσβαση στην πιστωτική αγορά. Εμείς προειδοποιούμε για τις αρνητικές επιπτώσεις των πιστωτικών περιορισμών που επανεμφανίζονται για τις “μη εξυπηρετούμενες” αλλά αξιόχρεες ΜμΕ», εκτιμά η αμερικανική τράπεζα.

«Το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης προχωρά, εν μέρει χάρη στη σημαντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στη συνιστώσα των πράσινων επενδύσεων. Ανεπίσημα στοιχεία από τις συναντήσεις που είχαμε ήταν ότι οι αιτήσεις για πράσινες επενδύσεις ήταν 2,5 φορές περισσότερες από τον διαθέσιμο χώρο για έργα. Από το συνολικό κονδύλι της επιχορήγησης, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,74 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις και 2,6 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης», συνεχίζει ο οίκος.

«Όσον αφορά τα δάνεια, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 9,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις. Η άποψη από τις συναντήσεις μας είναι ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να χρειαστεί παράταση του χρονικού ορίζοντα του σχεδίου τουλάχιστον μέχρι το 2027. Το πιθανότερο είναι ότι η Ελλάδα δεν θα είναι η μόνη που θα ζητήσει παράταση από τις Βρυξέλλες».

Η δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση παραμένει σαφής

Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η εικόνα παραμένει ρόδινη. Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο που δημοσίευσε η κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο περιλαμβάνει μια ενάρετη δημοσιονομική πορεία που αντανακλά ένα μήνυμα δημοσιονομικής σύνεσης και δέσμευσης στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Συνοπτικά, τα κύρια δομικά στοιχεία του σχεδίου περιλαμβάνουν: Συνολικό έλλειμμα κάτω του 1% τα επόμενα δύο χρόνια και με ασφάλεια κάτω από το όριο του 3% μεσοπρόθεσμα. Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να φτάσει το 2% του ΑΕΠ το 2025 και να συγκλίνει στο 2,3% από το 2028.

Ο λόγος του χρέους βρίσκεται σε σταθερή πτωτική τροχιά κατά την περίοδο προβολής λόγω των πρωτογενών πλεονασμάτων και του ευεργετικού φαινομένου της χιονοστιβάδας (που απορρέει από την ανάπτυξη που ξεπερνά τα επιτόκια). Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο λόγος του ελληνικού χρέους προβλέπεται να πέσει κάτω από τον ιταλικό μέχρι το 2028.

«Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο επωφελείται από καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, εν μέσω υψηλότερων από τις αναμενόμενες φορολογικών εσόδων το 2023 και το 2024. Βοηθά επίσης η δέσμευση για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αντανακλώντας ενδεχομένως την ωρίμανση των καρπών της μεταρρύθμισης που προωθεί τις ηλεκτρονικές πληρωμές», προβλέπει η BofA.

«Συνολικά, οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα και οι συντηρητικές παραδοχές για τις δαπάνες στο δημοσιονομικό σχέδιο στέλνουν ένα μήνυμα για τη συνεχή δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική εξυγίανση, πιστεύουμε. Αυτό συνεπάγεται περιορισμένους βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά, κατά την άποψή μας».

Οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές προστίθενται στις ανεπίλυτες διαρθρωτικές προκλήσεις

«H συνολική θετική μας άποψη για τα μακροοικονομικά μεγέθη πλαισιώνεται από ένα ισοζύγιο κινδύνων το οποίο, κατά τη γνώμη μας, φαίνεται να είναι στραμμένο χαμηλότερα. Ορισμένοι από τους κινδύνους αναφέρονται παραπάνω, δηλαδή οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, η ελλιπής απορρόφηση των κονδυλίων του και ο κίνδυνος ανάκαμψης με πιστωτικούς περιορισμούς. Επιπλέον, επισημαίνουμε τον κίνδυνο βραδύτερου αποπληθωρισμού από ό,τι στην υπόλοιπη περιοχή της ζώνης του ευρώ.

Ο ελληνικός πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει πάνω από το 2% (ο γενικός πληθωρισμός στο 3,1% έναντι 1,7% για το σύνολο της ζώνης του ευρώ τον Σεπτέμβριο) και ένας πληθωρισμός πιο επίμονος από τον αναμενόμενο θα μπορούσε πράγματι να παρεμποδίσει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος. Επίσης, παρά το γεγονός της αναζωογόνησης των επενδύσεων (δηλαδή το φαινόμενο της αναπλήρωσης, το υποστηρικτικό επιχειρηματικό κλίμα, οι βελτιωμένες προσδοκίες για τη ζήτηση, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού στη συνέχεια), οι κίνδυνοι είναι για μια ασθενέστερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων.

Πράγματι, η επίτευξη του στόχου του 20% του ΑΕΠ για επενδύσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (σύμφωνα με τον τρέχοντα μέσο όρο της Ευρωζώνης και έναντι 14% σήμερα) θα μπορούσε να είναι δύσκολη, χωρίς αλλαγή καθεστώτος στην αποστροφή κινδύνου. Αυτό αυξάνει τους κινδύνους για ελλείψεις στην αγορά εργασίας, ιδίως σε τομείς εντάσεως εργασίας (όπως οι κατασκευές και ο τουρισμός).

Επίσης, η ανοδική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων (κεφαλαίου και εργασίας, για την αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας), η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν βασικές εκκρεμείς προκλήσεις. Μεσοπρόθεσμα, αυτές θα πρέπει να οδηγήσουν στην προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τα ακόμη χαμηλά επίπεδα επενδύσεων».




Δημοσιεύτηκε ! 2024-10-25 13:30:00

Back to top button