Περιβάλλον

Πράσινο στις πόλεις: Η σύγκριση Αθήνας με Άμστερνταμ και το εγχείρημα «Urbaniahoeve»

Τα οφέλη των χώρων πρασίνου στις πόλεις είναι αρκετά προφανή. Αφορούν την συναισθηματική ευεξία των ανθρώπων, την βελτίωση της ποιότητας της ζωής και της υγείας τους, την παραγωγή καθαρού αέρα.

Τι υπάρχει πέρα από αυτά τα προφανή οφέλη που κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει;

Η καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ Maria Kaika

«Οι χώροι αυτοί είναι από τους λίγους δημόσιους χώρους που μας έχουν απομείνει» εξηγεί η ακαδημαϊκός. Στα μέρη, δηλαδή, αυτά, οι άνθρωποι μπορούν ελεύθερα και χωρίς κόστος να ξεκουράζονται, να αθλούνται, να έρχονται σε επαφή με την φύση.

Οι χώροι πρασίνου, όμως, όπως τονίζει η ίδια, δεν εξυπηρετούν μόνο τους ανθρώπους αλλά και τον φυσικό κόσμο, τις πεταλούδες, τα πουλιά κ.α.. Έτσι, οι χώροι πρασίνου είναι ο μόνος χώρος που έχει απομείνει για όλους τους μη ανθρώπινους «κατοίκους» των πόλεων». Να σημειωθεί, δε, πως «η βιοποικιλότητα στις πόλεις είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερη από τη βιοποικιλότητα στις μη αστικές περιοχές».

«Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεστε τους χώρους πρασίνου» διερωτάται η κα Kaika για να απαντήσει αμέσως μετά: «Μια σπιθαμή πρασίνου και μερικά δέντρα μέσα σε μια αστική περιοχή».

Αθήνα: 2-2,5 τ.μ. χώρων πρασίνου ανά πολίτη

Στην Ελλάδα σε κάθε πολίτη αντιστοιχούν συνολικά 10 τ.μ. χώρων πρασίνου, ενώ στην Αθήνα αντιστοιχούν μόλις 2-2,5 τ.μ., από τα χαμηλότερα ποσοστά στον κόσμο. Σύμφωνα με έρευνες, ακόμη και αν όλοι οι ανοιχτοί χώροι (εγκαταλελειμμένοι ή υποχρησιμοποιούμενοι) της πρωτεύουσας μετατρεπόταν σε χώρους πρασίνου, η τιμή αυτή θα αυξανόταν στα 3,84 τ.μ. ανά πολίτη.

Πέραν, όμως, των τετραγωνικών μέτρων πρασίνου που αντιστοιχεί σε κάθε πολίτη, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ακόμη και τα πάρκα, ή οι λόφοι που υπάρχουν στην Αθήνα, δεν είναι εύκολα προσβάσιμοι από τους κατοίκους όλων των περιοχών της Αττικής.

Το πρόβλημα φαντάζει μεγαλύτερο, αν ληφθούν υπόψιν τα δεδομένα που υπάρχουν για άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. «Στο Άμστερνταμ αντιστοιχούν 50 τ.μ. για κάθε πολίτη» σημειώνει η κα Kaika.

Όμως, όπως επισημαίνει η ίδια το μεγαλύτερο ερώτημα δεν είναι πόσα τετραγωνικά αντιστοιχούν σε κάθε πολίτη, αλλά η ποιότητα του χώρου πρασίνου που διατίθεται και το πόσο προσβάσιμος είναι αυτός ο χώρος.

«Είναι διαφορετικό για παράδειγμα να βρίσκεσαι σε δύο τετραγωνικά μέτρα που διαθέτουν μόνο γρασίδι και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το περπατήσεις και απλώς να καθίσεις σε αυτό από το να βρίσκεσαι στα ίδια τετραγωνικά πρασίνου, τα οποία μπορείς να καλλιεργήσεις και στα οποία μπορείς να συνδεθείς με το φυσικό περιβάλλον».

Τα παραδείγματα αυτά αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να συνδεθεί κανείς με τη φύση.

Τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες;

Απαντώντας στο ερώτημα «τι μπορούν οι πολίτες να κάνουν για να προστατέψουν τους αστικούς χώρους πρασίνου, η ακαδημαϊκός επισημαίνει ότι θα πρέπει να μην μένουμε απλά στην αξιοποίηση, την χρήση τους και να «μην είμαστε τουρίστες στους χώρους αυτούς, αλλά να είμαστε χρήστες και παραγωγοί τους».

Εξηγώντας, η κα Kaika τονίζει πως υπάρχουν τρία επίπεδα ως προς τη χρήση των χώρων πρασίνου:

«Υπάρχουν οι “τουρίστες”, αυτοί που απλώς περνούν από ένα τέτοιο μέρος, το οποίο τους αφήνει αδιάφορους, υπάρχουν οι “χρήστες”, αυτοί που αξιοποιούν μια περιοχή πρασίνου ως χώρο ξεκούρασης για παράδειγμα και υπάρχουν και οι “παραγωγοί”, εκείνοι οι άνθρωποι που δρουν από κοινού για να διαμορφώσουν τους χώρους αυτούς».

Με τον τρόπο αυτό, εγκαταλελειμένοι χώροι πρασίνου που θα αποτελούσαν «ανάσα» οξυγόνου σε μια αστική πυκνοκατοικημένη πόλη γεμάτη από «τσιμέντο», αποκτούν ξανά σημασία και καλλιεργούν μια συνείδηση στους πολίτες πως μπορεί ο καθένας και η καθεμία από εμάς να συμβάλει στο μέτρο που του αναλογεί στην καλυτέρευση των συνθηκών που επικρατούν γύρω μας.

Το παράδειγμα του Άμστερνταμ και της Λιουμπλιάνα

Στο ερώτημα τι μπορούμε να κάνουμε ούτως ώστε οι χώροι πρασίνου σε μια πόλη να καταστούν πιο ουσιώδεις αναφέρθηκε σε ένα εγχείρημα των τελευταίων πέντε ετών που πραγματοποιείται στο Άμστερνταμ με τίτλο «Urbaniahoeve» και επικεφαλής την Ντέμπρα Σόλομον.

«Τι κάναμε, λοιπόν εκεί»;

«Σε μια έκταση 50 στρεμμάτων και σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή αλλάξαμε εντελώς τη λειτουργία των χώρων πρασίνου, αλλάζοντας τον τρόπο διαχείρισής τους. Έτσι, μετά από διαπραγματεύσεις με το δήμο αλλάξαμε το καθεστώς διαχείρισης, ώστε αυτοί σε αυτούς τους χώρους πρασίνου να μπορούν οι πολίτες να είναι σε θέση να παράγουν τροφή, λουλούδια, νέκταρ για τις μέλισσες που είναι τόσο σημαντικό, έχουν γίνει χώροι γεμάτοι ζωή» αναλύει.

«Και φυσικά αυτή η αλλαγή προσέλκυσε όχι μόνο μέλισσες και πεταλούδες, αλλά πολύ περισσότερους ανθρώπους. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να είναι συμμέτοχοι στην διαμόρφωση αυτού του χώρου, καλλιεργώντας εντός του τόσο άνθη και φυτά, όσο και το φαγητό που καταναλώνουν» συμπληρώνει.

Αντίστοιχα, στην «καρδιά» της Λιουμπλιάνα στη Σλοβενία το εγχείρημα «Krater» δημιούργησε ένα πάρκο στη θέση ενός κενού οικοπέδου, έκτασης ενός οικοδομικού τετραγώνου, στον οποίο επίσης οι κάτοικοι καλλιεργούσαν αγροτικά προϊόντα.

«Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι χώροι αυτοί τους οποίους απλά οι άνθρωποι περπατούσαν, προσπερνώντας τους, απέκτησαν νέα αξία τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τον φυσικό κόσμο των πόλεων».

Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, συλλογική υπόθεση

Το πρόσθετο πλεονέκτημα, στο παράδειγμα του Άμστερνταμ που αναφέρθηκε, όπως εξηγεί η καθηγήτρια είναι το γεγονός ότι οι κάτοικοι της περιοχής συμμετέχουν σε αυτή την εργασία για να παράγουν, να διατηρούν και να διασφαλίζουν ότι η φύση θα συνεχίσει να παραμένει «ζωντανή».

«Αυτή η σύνδεση του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου είναι πολύ σημαντική για να καταλάβουμε όλοι μας ότι η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης είναι μια κοινή υπόθεση και απαιτεί συλλογική δουλειά από όλους μας και νομίζω ότι αυτού του είδους η εκπαιδευτική λειτουργία που έχει η εμπειρία ενός τέτοιου συλλογικού εγχειρήματος στις πόλεις είναι ανεκτίμητη».

Υπ’ αυτή την έννοια, η σημασία του αστικού πρασίνου δεν εξαντλείται μόνο στα πόσα μέτρα πρασίνου αναλογούν σε κάθε πολίτη σε μια πόλη, αλλά αφορά επίσης τόσο τον τύπο χώρων πρασίνου που διαθέτουμε, αλλά και εάν αυτοί οι χώροι είναι τελικά προσβάσιμοι σε όλους τους πολίτες. Εάν δηλαδή χρειάζεται κάποιος ή κάποια να διανύσει 5-6 χιλιόμετρα για να έχει πρόσβαση στους χώρους αυτούς.

Τι είδους χώρους πρασίνου χρειαζόμαστε στις πόλεις;

Τόσο τα πάρκα εντός των πόλεων, όσο και οι μεγαλύτεροι χώροι πρασίνου, όπως οι ημι-δασικές εκτάσεις είναι ζωτικής σημασίας και διαδραματίζουν διαφορετικές λειτουργίες στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων, αλλά και την προστασία της βιοποικιλότητας.

Οι μεγάλοι χώροι πρασίνου που βρίσκονται συνήθως στην περιφέρεια της πόλης παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα, που είναι και πλεονάζων στις πόλεις, την παροχή καθαρού αέρα, αλλά και στην διάθεση άνετων και ήσυχων από τον θόρυβο των πόλεων τόπων.

Μην ξεχνάμε όμως, ότι σε πόλεις, όπως η Αθήνα, όπου η μετακίνηση σε τέτοιους απομακρυσμένους χώρους δεν διευκολύνεται εύκολα από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, αυτές οι μεγάλες περιοχές πρασίνου είναι προσβάσιμες κυρίως στους ανθρώπους που μένουν κοντά τους ή εκείνους που έχουν τόσο ιδιωτικό όχημα, αλλά και εκείνους που έχουν τον ελεύθερο χρόνο να περάσουν την ημέρα τους σε έναν τέτοιο χώρο. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τελικά τίθενται πολλές προϋποθέσεις για να μπορέσει κάποιος/α να έχει πρόσβαση σε μεγάλους χώρους πρασίνου.

Αυτές οι προϋποθέσεις που είναι αποτέλεσμα των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών για παράδειγμα στην Ελλάδα, καθιστούν τα πάρκα εντός του ιστού των πόλεων πιο σημαντικά από ποτέ. Τα καθιστούν σημαντικά ακριβώς γιατί δίνουν άμεση πρόσβαση στους κατοίκους σε έναν χώρο πρασίνου, σε έναν χώρο στον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούν τόσο να αποφορτίζονται από την ένταση της καθημερινότητας, σε έναν χώρο στον οποίο θα μπορούν να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους αλλά και με τον φυσικό κόσμο, που τόσο ανάγκη έχουν.

«Εμείς οι ίδιοι να προστατεύουμε τους χώρους πρασίνου»

Μιλώντας για την Ελλάδα, η κα Kaika τονίζει πως «υπάρχει μια κουλτούρα γύρω από την χρήση όχι μόνο των χώρων πρασίνου αλλά και όλων των δημόσιων χώρων, που υποδεικνύει πως από την στιγμή που βγαίνει κανείς από το κατώφλι του σπιτιού του, αυτοί οι χώροι δεν ανήκουν σε κανέναν. Έτσι, παύει να υπάρχει μια κουλτούρα «συλλογικού ανήκειν» των δημοσίων χώρων».

«Αν για παράδειγμα κάποιος στο Άμστερνταμ πετούσε ένα σκουπίδι, ή κατέστρεφε ένα λουλούδι σε ένα πάρκο, οι ίδιοι οι πολίτες θα ήταν εκείνοι που θα τον εγκαλούσαν για την πράξη του» λέει χαρακτηριστικά. «Είναι σημαντικό, λοιπόν, να καλλιεργήσουμε αυτή την κουλτούρα εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες να προστατεύουμε τους χώρους πρασίνου».

Καταλήγοντας, όμως, η καθηγήτρια διευκρινίζει ότι αυτή η στάση από πλευρά πολιτών δεν σημαίνει πως οι τοπικές Αρχές, ο δήμος, η περιφέρεια ή οι δασικές υπηρεσίες θα έπρεπε να «επαναπαύονται». Όπως τονίζει η ίδια «το γεγονός ότι οι κάτοικοι μπορούν να γίνουν παραγωγοί σε έναν χώρο πρασίνου δεν σημαίνει ότι οι αρμόδιες Αρχές από την πλευρά τους δεν πρέπει να διαθέτουν και διατηρούν τον χώρο αυτό».

«Το γεγονός ότι οι ίδιοι οι πολίτες καλούνται να λάβουν δράση είναι απόρροια ακριβώς της αναντίστοιχης με τις ανάγκες ανάληψης δράσης από το εκάστοτε κράτος». Είναι σημαντικό, να κατανοήσουμε, όπως συμπληρώνει η κα Kaika, ότι μόνο μία ευρύτερη συλλογική συνείδηση και με την συμμετοχή τόσο των πολιτών, όσο και των Αρχών, αναφορικά με τους ελεύθερους χώρους πρασίνου, μπορεί να επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα.




Δημοσιεύτηκε ! 2024-05-14 09:00:37

Back to top button