Οικονομία

Ποιες επιδοτήσεις για νοικοκυριά τρέχουν, ποιες μπαίνουν στο συρτάρι

Τις τεράστιες ανάγκες για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και την αντικατάσταση του εξοπλισμού θέρμανσης από τα ελληνικά νοικοκυριά σηματοδοτούν τα νούμερα με τα οποία τρέχουν τα πιο «λαϊκά» από τα προγράμματα εξοικονόμησης, λιγότερο από ένα μήνα μετά την προκήρυξη τους.

Οι πάνω από 120.000 αιτήσεις αθροιστικά για το «Εξοικονομώ» και το «Αλλάζω Σύστημα Θέρμανσης και Θερμοσίφωνα» που μεταφράζονται σε ένα ρυθμό 4.000 και πλέον την ημέρα, όπως έγραψε το Euro2day.gr, εκτός από το τεράστιο ενδιαφέρον για εκσυγχρονισμό του οικιστικού αποθέματος, αναδεικνύουν και την ανάγκη οι πρωτοβουλίες αυτές να πολλαπλασιαστούν.

Και εδώ μπαίνει το δύσκολο ερώτημα κατά πόσο τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας αντέχουν να καλύψουν αναβαθμίσεις ενός ικανού ποσοστού από τα τέσσερα και πλέον εκατομμύρια σπίτια του παρωχημένου ενεργειακά ελληνικού κτιριακού τομέα.

Η απάντηση είναι προφανώς και «όχι», καθώς τα δεδομένα είναι απαγορευτικά, όπως έκανε πρόσφατα σαφές ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, σε ειδική εκδήλωση όπου παρουσιάστηκαν συνολικά και τα 7 νέα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, προϋπολογισμού 1 δισ. ευρώ.

Το μήνυμα είναι ότι τυχόν επέκταση των προγραμμάτων θα αφορά στοχευμένες περιοχές (π.χ. Θεσσαλία) και κατηγορίες νοικοκυριών με αυξημένες ανάγκες, όπως τα ευάλωτα, γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει ότι κάποιοι από τους μαξιμαλιστικούς στόχους που έχουν τεθεί ως προ την εξοικονόμηση ενέργειας, προφανώς και θα αναθεωρηθούν. Κάτι που θα συμπαρασύρει ενδεχομένως και όσα προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Κρίνοντας από τα όσα γράφει για τις αναβαθμίσεις κατοικιών στην Ελλάδα, θα πρέπει να «τρέχουν» κατά τη περίοδο 2025 – 2030, με τριπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή να αντιστοιχούν κάθε χρόνο σε 68.000 ανακαινίσεις, ώστε να φτάσουμε τις 408.000 στην εξαετία.

Ο παραπάνω αριθμός, σαν ποσοστό επί του γηρασμένου οικιστικού αποθέματος της χώρας των 4,3 εκατομμυρίων ακινήτων που χρήζουν ενεργειακής αναβάθμισης δεν ξεπερνά το 10% και μπορεί να φαντάζει μικρό, ωστόσο σαν δαπάνη δεν είναι διόλου αμελητέα.

Στο ερώτημα ποια μπορεί να είναι αυτή, αρκεί να λάβει κανείς υπόψιν ότι σε όλα μαζί τα «Εξοικονομώ» έχουν μέχρι σήμερα ενταχθεί λίγο πάνω από 100.000 νοικοκυριά, με μια συνολική επιδότηση άνω των 2 δισ. ευρώ.

«Αν λάβουμε υπόψη μας τις ανάγκες 4,3 εκατομμυρίων κατοικιών, τα απαιτούμενα ποσά είναι απαγορευτικά. Δεν υπάρχουν ούτε ευρωπαϊκοί, ούτε εθνικοί πόροι που να μπορούν να καλύψουν τέτοιες ανάγκες», είχε αναφέρει ο υπουργός.

Τα πάντα συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να τραβήξει το πόδι από το «γκάζι» των επιδοτήσεων για εξοικονόμηση, που σημαίνει με τη σειρά του ότι τα επόμενα προγράμματα θα έχουν λιγότερο ελκυστικούς όρους, πιο απαιτητικές και αυστηρές προϋποθέσεις συμμετοχής και ενδεχομένως χαμηλότερα ποσά επιδοτήσεων, από τα σημερινά.

Επιδοτήσεις, μάξιμουμ δαπάνες, κατηγορίες

Στη περίπτωση του «Εξοικονομώ» που θα παραμείνει ανοικτό μέχρι τις 20 Μαρτίου, ο επιλέξιμος προϋπολογισμός είναι 35.000 ευρώ και τα ποσοστά επιδότησης κινούνται μεταξύ 50%-100% ανάλογα με τις δύο εισοδηματικές κατηγορίες (η πρώτη για ατομικό έως 5.000 ευρώ και οικογενειακό έως 10.000 ευρώ και η δεύτερη για πάνω από τα ποσά αυτά), αλλά και τις τρεις ειδικές κατηγορίες που καθιερώνει για πρώτη φορά το πρόγραμμα: Τους πληγέντες των φυσικών καταστροφών στη Θεσσαλία και τους σεισμόπληκτους στο Αρκαλοχώρι Κρήτης, τις οικογένειες με μέλος ή μέλη ΑμεΑ και τις οικογένειες με τέσσερα παιδιά.

Κριτήριο με αυξημένη βαρύτητα αποτελούν οι βαθμοημέρες θέρμανσης και επιλέξιμα ακίνητα είναι οι υφιστάμενες μονοκατοικίες ή τα υφιστάμενα διαμερίσματα με χρήση κύριας κατοικίας που έχουν καταταγεί σε ενεργειακή κλάση χαμηλότερη ή ίση της Γ’.

Όσο για τις εργασίες είναι αυτές που ανέκαθεν επιδοτούνταν: Αντικατάσταση κουφωμάτων, τοποθέτηση θερμομόνωσης και αναβάθμιση συστημάτων ψύξης – θέρμανσης μέχρι τη τοποθέτηση συστήματος ζεστού νερού με χρήση ΑΠΕ και την εγκατάσταση έξυπνου συστήματος διαχείρισης.

Στη περίπτωση της αντικατάστασης θερμοσίφωνα, που θα μείνει ανοικτό έως τις 31 Μαρτίου, το ποσοστό επιδότησης φτάνει το 60% για τα νοικοκυριά που ανήκουν στην χαμηλή εισοδηματική κατηγορία, (οικογενειακό εισόδημα έως 10.000 ευρώ ή ατομικό έως 5.000 ευρώ) και πέφτει στο 50% για όσους έχουν πάνω από τα ποσά αυτά.

Στη δε, αγορά αντλίας θερμότητας, όπου δεν υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια, η ενίσχυση φτάνει το 50%, έχει ταβάνι τα 5.000 ευρώ για τον εξοπλισμό και τα 1.000 ευρώ για τις υπηρεσίες και, όπως και για την αγορά θερμοσίφωνα, οι δικαιούχοι θα παίρνουν δύο επιταγές (vouchers). Μία για τον εξοπλισμό και μια για τις υπηρεσίες.

Τις επιταγές αυτές θα εξαργυρώνουν στον προμηθευτή της επιλογής τους, ο οποίος θα τους αφαιρεί την επιδότηση από τη τελική χρέωση. Οι προμηθευτές θα εισπράττουν την αξία της επιταγής από το φορέα πληρωμών του προγράμματος.

Ακόμη πιο στοχευμένα τα επόμενα «Εξοικονομώ»

Συμπερασματικά, οι όποιοι επιπλέον πόροι εξασφαλιστούν για επέκταση των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης, τόσο από το ΕΣΠΑ (θα μπορούσαν να αντληθούν 500 εκατ. ευρώ για εξοικονόμηση), όσο και πιθανόν από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα διατεθούν σε στοχευμένες περιοχές και κατηγορίες ενδιαφερομένων.

Τα σινιάλα ότι τα επόμενα προγράμματα θα είναι ακόμη πιο στοχευμένα, τα κόστη για τον κτιριακό τομέα όλο και πιο μετρημένα και ότι η κυβέρνηση εξετάζει να βάλει «μαχαίρι» στους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας – «…αν παράγουμε άφθονη και φθηνή πράσινη ενέργεια από ΑΠΕ, δεν εκπέμπουμε CO2, δεν είναι απαραίτητο να έχουμε επιπλέον στόχους εξοικονόμησης…», έχει δηλώσει ο υπουργός – είναι πολλά.

Η κυβέρνηση προσανατολίζεται, όπως έχει γράψει το Euro2day.gr, τόσο να «παγώσει» την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο νέων Οδηγιών που συνεπάγονται δυσθεώρητα κόστη, της τάξης ακόμη και των 80 δισεκατομμυρίων ευρώ σε βάθος χρόνου, όσο και να επιχειρήσει τροποποιήσεις σε υφιστάμενες που έχουν ήδη ψηφιστεί από τη Βουλή, εγχείρημα προφανώς καθόλου εύκολο.

  • Τέτοιες για παράδειγμα είναι ντιρεκτίβες γύρω από την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων που έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο και τον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων (ΚΕνΑΚ), αυξάνοντας τα κόστη δυσανάλογα με το περιβαλλοντικό αποτέλεσμα ή δαιμονοποιώντας το φυσικό αέριο σε βάρος άλλων τεχνολογιών. Ενδεικτικά, ο ΚΕνΑΚ στρέφει όσους κτίζουν νεόδμητα ακίνητα προς τις αντλίες θερμότητας, αφού αν επιλέξουν ως σύστημα θέρμανσης το φυσικό αέριο, θα πρέπει να εγκαταστήσουν στη στέγη και φωτοβολταικό, ειδάλλως το κτίριο δεν μπορεί να ενταχθεί σε ενεργειακή κλάση Α’.
  • Στη κατηγορία των «παγωμένων» Οδηγιών, ξεχωρίζει η υποχρεωτική αναβάθμιση κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει έως το 2035 να έχουν αναβαθμιστεί τουλάχιστον σε κλάση «Ε». Με δεδομένο ότι η μέση αναγκαία παρέμβαση κοστολογείται σε 30.000 ευρώ, προκύπτει σε βάθος χρόνου για τα 1,3 εκατ. σπίτια ένα κόστος γύρω στα 40 δισ ευρώ.
  • Το ίδιο ισχύει για την υποχρεωτική απαγόρευση λειτουργίας μέχρι το 2040 όλων των συμβατικών καυστήρων πετρελαίου και αερίου, όπου ακόμη και τα μισά από τα ελληνικά σπίτια να υπολογίσει κανείς, δηλαδή 2 εκατομμύρια, με μια μέση δαπάνη 5.000 ευρώ, προκύπτουν άλλα 10 δισ ευρώ.
  • Τέλος, η τρίτη Οδηγία αφορά την υποχρεωτική αντικατάσταση μέχρι το 2050 όλων των κλιματιστικών που λειτουργούν σήμερα με ψυκτικό μέσο που έχει ουσία το φθόριο, και τα οποία υπολογίζονται σε περίπου 30 εκατομμύρια μονάδες. Με ένα μέσο κόστος 1.000 ευρώ το ένα, αθροίζονται επιπλέον 30 δισ. ευρώ.




Δημοσιεύτηκε ! 2025-02-09 08:05:00

Δείτε και αυτό !
Close
Back to top button