
Ο Τραμπ παίζει με τη φωτιά στα χρηματιστήρια
Η κυβέρνηση Τραμπ υπήρξε εξαιρετικά αδιάφορη για την πτώση των μετοχών τις τελευταίες ημέρες, τονίζει σε ανάλυσή του ο Economist, σημειώνοντας ότι αυτό κρύβει κινδύνους για τους επενδυτές και την οικονομία των ΗΠΑ.
«Μπορώ να σας πω ότι οι διορθώσεις είναι υγιείς, είναι φυσιολογικές» δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ στις 16 Μαρτίου. Ο εμβληματικός δείκτης S&P 500 έχει υποχωρήσει κατά 8% από το ιστορικό υψηλό του τον Φεβρουάριο και σύμφωνα με τη βρετανική επιθεώρηση «η ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ παίζει με τη φωτιά».
Το περιοδικό εξηγεί γιατί η πτώση των μετοχών βλάπτει πολλούς:
Καθώς οι αξίες στις αγορές έχουν εκτοξευθεί στα ύψη και η τεχνολογία έχει κάνει τις επενδύσεις όλο και πιο απλές, οι Αμερικανοί έχουν σπεύσει στις μετοχές. Στο τέλος του περασμένου έτους τα νοικοκυριά και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί κατείχαν μετοχές εισηγμένων εταιρειών αξίας 38 τρισ. δολαρίων. Η αξία των συμμετοχών τους έχει εκτοξευθεί, σημειώνοντας άνοδο 128% τα τελευταία έξι χρόνια. Συνολικά, οι συμμετοχές αυτές αξίζουν τώρα 1,7 φορές το διαθέσιμο εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών, που είναι υπερδιπλάσιο του ιστορικού μέσου όρου και κοντά στο υψηλότερο επίπεδο σε μια καταγραφή που εκτείνεται μέχρι το 1947.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι μια παρατεταμένη πτώση του χρηματιστηρίου θα είχε βαθιές συνέπειες, τόσο για την πολιτική όσο και για την οικονομία. Κατά τον Economist ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να δημιουργηθεί ένα αυτοτροφοδοτούμενο καθοδικό σπιράλ μεταξύ των αγορών και της οικονομίας. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, τις δύο πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου η εμπιστοσύνη των αμερικανών καταναλωτών υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δυόμισι σχεδόν ετών. Αυτό επιβαρύνει τις τιμές των μετοχών.
Εν τω μεταξύ, η ανησυχία από την πτώση των τιμών των μετοχών προσλαμβάνεται ως πιθανή επιβάρυνση για τους ισολογισμούς των νοικοκυριών, τα οποία μειώνουν προκαταβολικά δαπάνες τους.
Με βάση τα μοντέλα της Visa, η πτώση της αξίας των μετοχών κατά 4,5 τρισ. δολάρια από την πρόσφατη κορύφωση του S&P θα προκαλούσε δισεκατομμύρια δολάρια σε χαμένες καταναλωτικές δαπάνες εφέτος. Σε αντίθεση με την ακίνητη περιουσία, η οποία παραμένει η μεγαλύτερη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν τα αμερικανικά νοικοκυριά, η τιμή των μετοχών μπορεί να παρακολουθείται «είτε με χαρά είτε με τρόμο, λεπτό προς λεπτό, με την προκύπτουσα αλλαγή του κλίματος να επηρεάζει άμεσα τις αγοραστικές συνήθειες. Περισσότεροι από 25 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν πλέον λογαριασμούς στη Robinhood, μια από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές συναλλαγών», σημειώνει ο Economist.
Το διχασμένο εκλογικό τοπίο της χώρας έχει αλλάξει το ποιος επηρεάζεται περισσότερο από μια πτώση και πώς αισθάνονται οι επενδυτές γι’ αυτό. Αναλυτές λένε πως οι ιδεολογικά αριστερόστροφοι πελάτες τους ανησυχούν περισσότερο για την ύφεση από ό,τι οι δεξιόστροφοι. Μετά τις εκλογές οι Δημοκρατικοί έχουν γίνει εξαιρετικά ανήσυχοι για την οικονομία, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί παραμένουν ψύχραιμοι.
Σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό, οι Αμερικανοί που κερδίζουν λιγότερα από 50.000 δολάρια τον χρόνο είναι τώρα πιο πιθανό να είναι Ρεπουμπλικανοί παρά Δημοκρατικοί. Ο αμερικανικός χρηματιστηριακός πλούτος συγκεντρώνεται στους υψηλά αμειβόμενους: περίπου το 87% των μετοχών και των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων ανήκει στο 20% των υψηλότερων εισοδημάτων, σε σύγκριση με μόλις το 57% του περιουσιακού πλούτου. Ενώ πριν από μία ή δύο δεκαετίες ένα ξεπούλημα του χρηματιστηρίου θα ήταν πιο επώδυνο για τους Ρεπουμπλικανούς, σήμερα είναι οι Δημοκρατικοί εκείνοι που θα πληγούν περισσότερο.
«Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη χαλαρή στάση της κυβέρνησης Τραμπ. Μια φτωχότερη βάση ψηφοφόρων είναι λιγότερο εκτεθειμένη στις πτώσεις του χρηματιστηρίου και είναι πιθανότερο να τις δει ως ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσει κανείς, π.χ. για την επίτευξη μιας αναγέννησης του κλάδου της μεταποίησης, την οποία ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θα επιφέρουν οι δασμοί του», σχολιάζει ο Economist.
«Το πρόβλημα είναι ότι η αναστάτωση των πλουσιότερων Αμερικανών θα έχει συνέπειες, ακόμη και αν οι πολιτικές επιπτώσεις είναι λιγότερο σοβαρές. Από τα τέλη του 2019, η κατανάλωση του πλουσιότερου 20% των Αμερικανών έχει αυξηθεί κατά πάνω από 50%, σε σύγκριση με μια αύξηση 20% για την υπόλοιπη χώρα. Το τελευταίο έτος το πλουσιότερο 20% αντιπροσώπευε σχεδόν το σύνολο της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών», προσθέτει η βρετανκή επιθεώρηση.
Αν τα μέλη του 20% των πλουσιότερων Αμερικανών δουν πολύ κόκκινο στα χρηματιστηριακά ταμπλό, ολόκληρη η χώρα –συμπεριλαμβανομένων και των Ρεπουμπλικανών– ενδέχεται να βρεθεί προ δυσάρεστης έκπληξης.
. . .
Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-21 12:40:00