Ομηρος της Συρίας ο ρωσικός στόλος στη Μεσόγειο
Η κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία απειλεί τη ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο, καθιστώντας πιθανό το ενδεχόμενο αύξησης των εντάσεων σε στρατηγικής σημασίας ύδατα (και για την Ελλάδα).
Τελευταία ένδειξη όσον αφορά την παρακμή της θαλάσσιας ισχύος της Μόσχας είναι η αναχώρηση του υποβρυχίου «Νοβοροσίσκ», το οποίο τη νύχτα της 2ας Ιανουαρίου διέσχισε το Στενό του Γιβραλτάρ και εισήλθε στον Ατλαντικό Ωκεανό με προορισμό τη Βαλτική. Αυτό σημαίνει πως στα ύδατα της Μεσογείου στην παρούσα φάση δεν πλέει κανένα υποβρύχιο της Μόσχας: από το 2013 έως και πριν από λίγες ημέρες υπήρχε πάντα ένα ή και περισσότερα ρωσικά υποβρύχια στη «θάλασσά μας», τις κινήσεις των οποίων παρακολουθούσε με ιδιαίτερη προσοχή το ΝΑΤΟ, θεωρώντας την παρουσία τους ανησυχητική απειλή.
Οπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο Τζανλούκα ντι Φέο της La Repubblica, τα συμβατικά, δηλαδή μη πυρηνοκίνητα υποβρύχια κλάσης kilo, στην οποία ανήκει και το «Νοβοροσίσκ», είναι εξαιρετικά αθόρυβα, μπορούν να πλέουν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας επί σχεδόν 430 ναυτικά μίλια και είναι εξοπλισμένα με πυραύλους Kalibr μεγάλου βεληνεκούς. Ορισμένα μοντέλα μπορούν να φέρουν επίσης έως και 24 νάρκες.
Αποστολή τους ήταν να περιπολούν πέριξ θαλάσσιων στενών στρατηγικής σημασίας όπως είναι ο Βόσπορος και η Διώρυγα του Σουέζ, καταφέρνοντας αρκετές φορές να διαφεύγουν τον εντοπισμό τους από προηγμένα αμερικανικά αεροσκάφη επιτήρησης και τις ναυτικές μονάδες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
«Εχουν επιδείξει εντυπωσιακές ικανότητες. Μπορούν να μεταβούν και να εξαπολύσουν επίθεση οπουδήποτε, παραμένοντας βυθισμένα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πάντα τι κάνουν», είχε επισημάνει ήδη από το 2018 ο αμερικανός ναύαρχος Τζέιμς Φόγκο, τότε διοικητής της Διακλαδικής Διοίκησης Συμμαχικών Δυνάμεων Νεαπόλεως και των Ναυτικών Δυνάμεων Ευρώπης και Αφρικής των ΗΠΑ.
Ωστόσο η δραστηριότητα των υποβρυχίων κλάσης kilo προϋποθέτει την ύπαρξη τουλάχιστον ενός λιμανιού για επισκευές και ανεφοδιασμό. Εως πριν από έναν μήνα η βάση των ρωσικών υποβρυχίων στη Μεσόγειο ήταν η Ταρτούς, στα παράλια της Λατάκειας, όπου πριν από μία δεκαπενταετία η Μόσχα επένδυσε σημαντικά κεφάλαια για την ενίσχυση των υπό τον έλεγχό της ναυτικών εγκαταστάσεων.
Ομως το τέλος του Μπασάρ αλ Ασαντ καθιστά αβέβαιο το μέλλον της βάσης, με τους Ρώσους να προετοιμάζονται για την απομάκρυνση όχι μόνον των οχημάτων και του εξοπλισμού των ρωσικών στρατευμάτων που είχαν αναπτυχθεί στη Συρία για την προάσπιση του καθεστώτος αλλά και των συστημάτων προστασίας των βάσεων τους (πέρα από τη ναυτική βάση της Ταρτούς η Μόσχα ήλεγχε και την αεροπορική βάση του Χμεϊμίμ, επίσης στη Λατάκεια).
Πλέον κάθε κίνηση εξαρτάται από το νέο καθεστώς της Δαμασκού, οι δυνάμεις του οποίου βομβαρδίζονταν επί χρόνια από τις ρωσικές δυνάμεις στη Συρία και προς το παρόν δεν βιάζονται να διαπραγματευτούν με τους Ρώσους. Το ότι η Μόσχα ανησυχεί ιδιαίτερα για τη συνέχεια καταδεικνύεται και από την αποστολή του ρωσικού εμπορικού πλοίου «Sparta» στην Ταρτούς: σύμφωνα με διάφορες στρατιωτικές πηγές στο σκάφος πρόκειται να φορτωθεί στρατιωτικός εξοπλισμός των Ρώσων ενώ από την περασμένη Κυριακή αναμένει να λάβει άδεια ελλιμενισμού.
Ανοιχτά της Ταρτούς πλέουν επίσης δύο φρεγάτες του ρωσικού στόλου καθώς και σκάφη αμφίβιων επιχειρήσεων ενώ αναμένονται εδώ και ημέρες και άλλα εμπορικά πλοία. Στη Μεσόγειο πλέει επίσης το κατασκοπευτικό σκάφος «Yantar» το οποίο πριν από λίγες ημέρες απέπλευσε από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας (είναι εξοπλισμένο με τηλεκατευθυνόμενα υποβρύχια εξερεύνησης του βυθού και παρακολουθείται συνεχώς από το ΝΑΤΟ υπό τον φόβο δολιοφθοράς σε υποθαλάσσια δίκτυα καλωδίων και αγωγούς).
«Ο Πούτιν βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι», γράφει ο αναλυτής της La Repubblica, καθώς ο ρώσος πρόεδρος καλείται να αποφασίσει εάν θα εγκαταλείψει τη Μεσόγειο ή εάν θα ενισχύσει τη ρωσική παρουσία στην περιοχή. Εγκαταλείποντας τη Μεσόγειο, ωστόσο, ο Πούτιν θα έθετε εν αμφιβόλω την ισχυρή ρωσική παρουσία και στην Αφρική, όπου έξι χώρες έχουν ήδη απευθυνθεί στο Κρεμλίνο, ζητώντας στρατιωτική υποστήριξη, την οποία για να την παράσχει η Μόσχα χρειάζεται αεροσκάφη και πολεμικά πλοία, τα οποία, με τη σειρά τους, χρειάζονται ασφαλείς βάσεις.
Δεδομένης της κατάστασης στη Συρία, η μόνη εφικτή εναλλακτική λύση είναι η χρήση των ναυτικών εγκαταστάσεων στις ακτές της ανατολικής Λιβύης (Κυρηναϊκή) όπου οι ρωσικές δυνάμεις είναι ήδη παρούσες και όπου ήδη έχουν μεταφερθεί αντιαεροπορικοί πύραυλοι και ραντάρ από τη Συρία. Η Μόσχα ελέγχει δύο αεροδρόμια και διαπραγματεύεται εδώ και καιρό με τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ για τη δημιουργία ενός ναυστάθμου στο Τομπρούκ.
Ομως η ενίσχυση των ρωσικών στρατευμάτων στην ανατολική Λιβύη εγκυμονεί τον κίνδυνο δημιουργίας εντάσεων με την Τουρκία (η οποία υποστηρίζει και στρατιωτικά την κυβέρνηση της Τρίπολης) και με το ΝΑΤΟ, επειδή τα λιβυκά λιμάνια βρίσκονται ακριβώς μπροστά από την Κρήτη και τη Σικελία, όπου βρίσκονται οι βάσεις της Σούδας και της Σιγκονέλα αντίστοιχα, εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Οσον για τα υποβρύχια της Μόσχας ο Πούτιν θα μπορούσε να ζητήσει από την Αλγερία -η οποία έχει αγοράσει μια μοίρα υποβρυχίων kilo – να προσφέρει, έστω προσωρινά, υποστήριξη και ασφάλεια στα σκάφη του. Αλλά θα μπορούσε επίσης να στείλει στη Μεσόγειο ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο (το οποίο μπορεί να πλέει επί μήνες κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας) όπως είχε κάνει το φθινόπωρο του 2022, λίγους μήνες μετά από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
. . .
Δημοσιεύτηκε ! 2025-01-07 20:18:00