Κόσμος

Οι Γερμανοί ψηφίζουν και η Ευρώπη κρατάει την ανάσα της

Εάν υπάρχει κάτι που κατάφερε μέσα σε έναν μήνα ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι να ξαναφέρει τα ευρωπαϊκά κράτη το ένα κοντά στο άλλο. Ακόμη και η μέχρι πρότινος απομονωμένη από την ΕΕ  Βρετανία αντιλαμβάνεται πλέον ότι έχουν μεγαλύτερη σημασία για αυτήν όσα συμβαίνουν στη Γερμανία παρά στις ΗΠΑ, όπου ο νέος πρόεδρος έχει επιδοθεί σε μια κούρσα λεηλασίας των θεσμών και της διεθνούς τάξης.

Οι πολιτικοί της Βρετανίας, όπως και οι γερμανοί συνάδελφοί τους, διαπιστώνουν ότι τα συμφέροντά τους είναι πολύ πιο κοινά από όσο πίστευαν και επαναπροσδιορίζουν τις κοσμοθεωρίες τους εν μέσω μιας παγκόσμιας πολιτικής θύελλας, γράφει ο Guardian. Η Γερμανία, αν και δεν είναι πλέον η μεγάλη δύναμη που ήταν κάποτε, παραμένει ωστόσο ένα μεγάλο έθνος. Και πράγματι, μπορεί να είναι σήμερα, πιο πολύ από ποτέ, το κρισιμότερο ευρωπαϊκό έθνος, αφού η κυβέρνηση Τραμπ καταρράκωσε ολόκληρη την Ατλαντική συμμαχία και φαίνεται να αφήνει την Ευρώπη μόνη, στην τύχη της.

Οι γερμανικές γενικές εκλογές, την ερχόμενη Κυριακή, είναι ένα γεγονός που θα έχει εκτεταμένες συνέπειες. Συνέπειες που κυρίως θα γίνουν αισθητές στην ίδια τη Γερμανία, με την οικονομική της στασιμότητα, τις αγωνίες της για τη μετανάστευση και τα σύνορα, τους παραδοσιακούς φόβους για δανεισμό, τη νευρικότητα για τις στρατιωτικές δεσμεύσεις και την ανησυχία ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να επιτρέψουν στη Ρωσία να απειλήσει τις ευρωπαϊκές χώρες στα ανατολικά της.

Η εγγενής σημασία της Γερμανίας, ωστόσο, σημαίνει ότι οι εκλογές θα βοηθήσουν επίσης να καθοριστεί εάν η Ευρώπη –και όχι μόνο η ΕΕ– είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στη δεύτερη θητεία του Τραμπ. Θα μπορέσει αυτή η Ευρώπη να παράσχει στον εαυτό της την άμυνα και την ασφάλεια που απαιτούνται για να προστατεύσει όχι μόνο την Ουκρανία –ένα ήδη τεράστιο έργο–, αλλά και τις δημοκρατίες της Βαλτικής, την Πολωνία και τα άλλα πρώην σοβιετικά κράτη; Μπορεί να μεταρρυθμίσει το παραπαίον οικονομικό μοντέλο της; Ολα αυτά, επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, θα έχουν απήχηση και στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε αυτό θέλει, είτε όχι.


Η Βρετανία, όπως και όλη η Ευρώπη, συνεχίζει ο Guardian, έχει δώσει στις γερμανικές εκλογές πολύ λιγότερη σημασία από όση έδωσε στις αμερικανικές και η προσοχή όλων έχει στραφεί στο λαϊκιστικό αντιμεταναστευτικό κόμμα Alternative für Deutschland (AfD). Συνεπεία αυτού, ο πιθανός νικητής της Κυριακής 23 Φεβρουαρίου, ο κεντροδεξιός συνασπισμός CDU-CSU υπό τον πιθανό επόμενο καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς, παραμένει ένας μεγάλος «άγνωστος».

Οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία θα διεξαχθούν με φόντο μια οικονομική αποτυχία και όχι επιτυχία, όπως συνήθως. Η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε το 2023 και ξανά το 2024. Φαίνεται πιθανό να παραμείνει σε ύφεση και φέτος. Εμφανίζει τη μεγαλύτερη περίοδο οικονομικής στασιμότητας από την πτώση του Χίτλερ, το 1945. Οποιος αναδειχθεί καγκελάριος μετά την Κυριακή θα αντιμετωπίσει επιλογές πολύ παρόμοιες με εκείνες που αντιμετωπίζει ο Κιρ Στάρμερ.


Οι λόγοι για την παρακμή της Γερμανίας μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν, εξηγεί ο Guardian. Η εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια σήμαινε ότι οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Η τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού του Ολαφ Σολτς, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2021, έχει περιορίσει αυτή την εξάρτηση, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παράγουν πλέον το 60% της γερμανικής ενέργειας, αλλά δεν την ισορρόπησε εντελώς. Οι γερμανικές εξαγωγές αυτοκινήτων έχουν γίνει πιο ακριβές, ενώ η Κίνα έχει σημειώσει άνοδο στην παραγωγή φθηνότερων ηλεκτρικών οχημάτων. Παράλληλα, επίκειται πόλεμος δασμών με τις ΗΠΑ.

Ολα αυτά προκάλεσαν ένα σοκ του συστήματος σε μια χώρα που εξακολουθεί να εξαρτάται έντονα από την επιθυμία της για μεταπολεμική σταθερότητα, συνεχίζει η ανάλυση του Guardian. «Εχουμε εξαντλήσει όσα μας έκαναν επιτυχημένους και δεν επενδύσαμε σε νέα πράγματα», είπε ο γερμανός σχολιαστής Τέο Κολ σε ένα podcast του Changing Europe αυτή την εβδομάδα. «Ζούσαμε πολύ καιρό σε ένα είδος “δημοκρατίας του Gore-Tex”», πρόσθεσε, αναφερόμενος στο γνωστό αδιάβροχο υλικό. «Θέλαμε να είναι όμορφη και άνετη από μέσα, όσο όλα τα δυσάρεστα πράγματα θα έμεναν έξω».


Η άνοδος του AfD, λόγω της αντίληψης ότι η παράτυπη μετανάστευση είναι εκτός ελέγχου, είναι το πιο ορατό από τα σημάδια ότι η παλιά πολιτική εποχή έχει τελειώσει για τη Γερμανία. Η αντίληψη αυτή τροφοδοτήθηκε από μια σειρά βίαιων δολοφονιών, με ύποπτους μετανάστες, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στο Μαγδεμβούργο, στο Ασχάφενμπουργκ και, την περασμένη εβδομάδα, στο Μόναχο. Η τελευταία δημοσκόπηση του Politico τοποθετεί το AfD στο 21%, το διπλάσιο από αυτό που εξασφάλισε στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές, το 2021. Ετσι, έρχεται δεύτερο μετά το CDU-CSU με 29%, αλλά μπροστά από το SPD του Σολτς με 16% και τους Πράσινους με 13%.

Μια νίκη για το CDU-CSU του Μερτς, στις 23 Φεβρουαρίου, θα είναι πολύ σημαντική, παρότι το 29% θα είναι πτώση σε σχέση με το 42% που πήραν τα δύο κόμματα υπό την Ανγκελα Μέρκελ το 2013. Θα έδειχνε, στην καρδιά της Ευρώπης, ότι μπορεί να κρατηθεί η γραμμή ενάντια στον λαϊκισμό της Ακροδεξιάς. Αυτό, σημειώνει ο Guardian, είναι ακόμη πιο σημαντικό μετά την περσινή καταστροφή των γαλλικών εκλογών.

Θα είναι επίσης ψήφος εμπιστοσύνης, αν και σχετικά αδύναμη, προς ένα από τα λίγα εναπομείναντα μεγάλα κόμματα της Κεντροδεξιάς στην Ευρώπη. Στη Γαλλία και τη Βρετανία οι συντηρητικοί έχουν υποστεί όχι απλώς ήττες, αλλά κανονική κατάρρευση. Επίσης, θα ήταν μια ήττα για εκείνους, όπως ο Ελον Μασκ και ο Τζέι Ντι Βανς, που έχουν προωθήσει ενεργά το AfD από το εξωτερικό.

Ωστόσο, θα έθετε επίσης δύο μεγάλα ερωτήματα. Το πρώτο, και πιο άμεσο, αφορά τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα δημιουργήσει ο Μερτς και το περιεχόμενο του προγράμματός του. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ποια κόμματα θα καταφέρουν να μπουν στη γερμανική Βουλή και από το πόσες έδρες θα κερδίσει το καθένα. Ο Μερτς έχει επανειλημμένα αποκλείσει το ενδεχόμενο να συγκυβερνήσει με το AfD, επομένως ο κύριος εταίρος του στον συνασπισμό θα μπορούσε να είναι το «πληγωμένο» SPD του Σολτς ή οι Πράσινοι.

Εάν οι δημοσκοπήσεις αποδειχθούν σωστές, ωστόσο, ό,τι και να καταφέρει να φτιάξει ο Μερτς, θα είναι ένας αδύναμος συνασπισμός. Αυτό θα του δώσει σχετικά μικρό περιθώριο για να ξεκινήσει τις μεταρρυθμίσεις που θέλει, όπως οι περικοπές παροχών, ο τερματισμός της γραφειοκρατίας και η αύξηση των αμυντικών δαπανών. Ο επόμενος καγκελάριος, ωστόσο, είναι ανοιχτός στη χαλάρωση του συνταγματικά κατοχυρωμένου «φρένου χρέους», το οποίο εμποδίζει τις τόσο αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις. Σε κάθε περίπτωση, προβλέπει ο Guardian, μετά τις εκλογές θα ακολουθήσει ένα διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών μέχρι να μάθουμε ποιοι θα κυβερνήσουν τη Γερμανία.

Το άλλο ερώτημα αφορά τα σύνορα της Γερμανίας. Ο Μερτς προκάλεσε τεράστιες διαμαρτυρίες όταν το AfD υποστήριξε το νομοσχέδιό του που επιτρέπει στη Γερμανία να γυρίζει τους αιτούντες άσυλο και άλλους μετανάστες στα σύνορά της. Προκάλεσε και μια σπάνια παρέμβαση από τη Μέρκελ, η οποία είπε ότι ο Μερτς γκρέμισε το ιστορικό τείχος προστασίας ενάντια στην ακροδεξιά υποστήριξη. Ωστόσο, οι έλεγχοι στα σύνορα έχουν σημασία για κάθε κράτος που επιδιώκει να διασφαλίσει την ασφάλειά του και η Γερμανία δεν είναι η μόνη χώρα όπου οι ψηφοφόροι απαιτούν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε αυτόν τον τομέα.

Οι εκλογές της Κυριακής είναι μια κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη, καταλήγει ο Guardian, και θα ήταν κρίσιμη ακόμη και αν δεν υπήρχε ο Τραμπ. Το βασικό ζήτημα δεν είναι, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, η άνοδος της Ακροδεξιάς. Είναι η συνεχιζόμενη βιωσιμότητα της Κεντροδεξιάς και η προσαρμοστικότητα αυτού που η Μέρκελ ονόμασε «ο νέος κοινωνικός καπιταλισμός». Η τρέχουσα ύφεση έχει θέσει αυτό το όραμα σε μια τρομερή δοκιμασία. Ο Μερτς θα κριθεί από το αποτέλεσμα, αν κερδίσει την εξουσία. Είναι μια στιγμή που έχει τεράστια σημασία για τη Γερμανία αλλά και για όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.

Η τελευταία δημοσκόπηση

Αξιοσημείωτη πτώση για την προπορευόμενη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και άνοδο για την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έδειξε το τελευταίο πριν από τις εκλογές της Κυριακής «Πολιτικό Βαρόμετρο» του Ινστιτούτου Wahlen, για λογαριασμό του δεύτερου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF. Υψηλό παραμένει το ποσοστό των αναποφάσιστων.

Ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών – Χριστιανοκοινωνιστών καταγράφει απώλειες, αλλά διατηρεί το σαφές προβάδισμά του με ποσοστό 28% (-2), ενώ η AfD παραμένει δεύτερη και ενισχύεται, φθάνοντας στο 21% (+1). Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του απερχόμενου καγκελαρίου Ολαφ Σολτς ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%. Η Αριστερά (Die Linke) εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα, αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%. Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονται σε 27%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.

Με τα δεδομένα της δημοσκόπησης, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία. Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.

Στην ερώτηση για την απευθείας επιλογή καγκελάριου, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματoς (CDU) Φρίντριχ Μερτς συγκεντρώνει το 32% της προτίμησης (-1), ο υποψήφιος των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ το 21% (-3), ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς (SPD) το 18% (+1) και η υποψήφια της AfD Αλίς Βάιντελ το 14% χωρίς μεταβολή στα ποσοστά της. Επιπλέον, το 57% θεωρεί ότι ο Όλαφ Σολτς δεν κάνει καλά την δουλειά του, ενώ αντίθετη άποψη εκφράζει το 39%.

. . .




Δημοσιεύτηκε ! 2025-02-21 12:00:00

Back to top button