
Μπόντο/Γκλιμτ: Ενα ποδοσφαιρικό θαύμα στον Αρκτικό Κύκλο
Αν κάποιος είχε ακουστά το Μπόντο, μια μικρή νορβηγική πόλη 55.000 κατοίκων στον Αρκτικό Κύκλο, ήταν επειδή φημίζεται για την εντυπωσιακή θέα που προσφέρει: στο Βόρειο Σέλας τον χειμώνα και στον Ηλιο του Μεσονυχτίου το καλοκαίρι. Για το ποδόσφαιρό της, μόνο οι Νορβηγοί γνώριζαν. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2021, που το καμάρι της, η Μπόντο/Γκλιμτ, ταπείνωσε (6-1) τη Ρόμα του Ζοσέ Μουρίνιο στους ομίλους του νεοσύστατου -τότε- Κόνφερενς Λιγκ.
Σε αυτή την εσχατιά του πλανήτη, στην οποία ο Ολυμπιακός θα προσπαθήσει να κάνει το πρώτο βήμα για την πρόκρισή του στα προημιτελικά του Γιουρόπα Λιγκ, καμία ομάδα δεν πηγαίνει ευχαρίστως να παίξει μπάλα. Μάλιστα, μέχρι τα μέσα των ‘70s αρνούνταν να ταξιδέψουν στη βόρεια Νορβηγία ακόμη και οι υπόλοιποι σύλλογοι της χώρας – η Μπόντο δεν ήταν ευπρόσδεκτη στην Eliteserien(όπως ονομάζεται, πλέον, η Α’ Κατηγορία του νορβηγικού πρωταθλήματος). Και μέχρι πριν από μια δεκαετία, οι παράγοντες της Μπόντο αδυνατούσαν να βρουν ποδοσφαιριστές από άλλα μέρη, πρόθυμους να αγωνιστούν εκεί.
Για ξένους, από άλλες χώρες, ούτε συζήτηση. Τους (μετρημένους στα δάχτυλα) παίκτες που δέχονταν να συνεχίσουν την καριέρα τους σε αυτόν τον απόκοσμο τόπο, τους θεωρούσαν «ήρωες». Τους υποδεχόταν ο ίδιος ο Δήμαρχος, με μπάντες και τιμές. Ακόμη και σήμερα, μόνο μια χούφτα ποδοσφαιριστές από όσους ανήκουν στο ρόστερ της Μπόντο, δεν είναι Σκανδιναβοί.
Ποιοι είναι οι… καλύτεροι παίκτες της; Το τσουχτερό κρύο, το χιόνι, οι θυελλώδεις άνεμοι και το ατελείωτο, φοβιστικό σκοτάδι. Επίσης, ο συνθετικός χλοοτάπητας με το εξαιρετικά σκληρό γρασίδι. Οι αντίπαλοι, που δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες συνθήκες, υποφέρουν. Το «Ασπμίρα Στάντιον», το μικρό γηπεδάκι της Μπόντο που χωράει μόλις 8.270 θεατές, αποτελεί μια από τις πιο αφιλόξενες έδρες στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Μέχρι το 2017 η Μπόντο ανεβοκατέβαινε από τη Β’ στην Α’ Κατηγορία και πίσω. Ηταν μια απολύτως τοπική ομάδα, αποτελούμενη από ταλέντα της περιοχής, και τη χρηματοδοτούσε αποκλειστικά ο Δήμος. Δύο Κύπελλα Νορβηγίας, το 1975 και το 1993, ήταν οι μόνες της επιτυχίες. Ωσπου, μέσα σε λίγα χρόνια, εκτοξεύθηκε. Σήμερα είναι η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική δύναμη της χώρας, έχοντας κατακτήσει τέσσερις τίτλους πρωταθλήματος στις πέντε τελευταίες σεζόν.
Το 2018 τερμάτισε στην 11η θέση. Το 2019, δεύτερη πίσω από τη Μόλντε, που μαζί με τη Ρόζενμποργκ ήταν οι πιο ένδοξες ομάδες της Νορβηγίας. Το 2020
στέφθηκε πρωταθλήτρια για πρώτη φορά στην ιστορία της. Και από εκείνη ργ χρονιά συμμετέχει ανελλιπώς στις διοργανώσεις της UEFA. Μάλιστα, τη σεζόν 2021-2022 έφτασε μέχρι την προημιτελική φάση του Κόνφερενς Λιγκ.
Αρχιτέκτονας αυτού του ποδοσφαιρικού θαύματος είναι ο προπονητής της (από το 2018), Κιέτιλ Κνούτσεν, παλιός παίκτης της ομάδας. Με τον 56χρονο τεχνικό στο τιμόνι της καταγράφει ποσοστό νικών που αγγίζει το 60%, σε πάνω από 300 ματς σε όλες τις διοργανώσεις. Σε 35 ευρωπαϊκούς αγώνες στο γήπεδό της, την τελευταία πενταετία, γνώρισε την ήττα μόνο μια φορά. Εφέτος νίκησε εκεί, τον Ερυθρό Αστέρα, την Πόρτο, την Μπεσίκτας, τη Μακάμπι Τελ Αβίβ και την Τβέντε, σε ένα «τρελό» παιχνίδι στο οποίο σημειώθηκαν πέντε γκολ μετά το 90’. Αυτή η «τρέλα», την οποία ο Κνούτσεν συνηθίζει να αποκαλεί «κουλτούρα προπόνησης», είναι το βασικό χαρακτηριστικό της.
Οι μεταγραφικές της δαπάνες από το 2016 έως το 2020 δεν ξεπέρασαν τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Τα επόμενα χρόνια ξόδεψε για την ενίσχυσή της 30 εκατ. ευρώ, όμως τα έσοδα από τις πωλήσεις παικτών της ήταν διπλάσια. Το μοντέλο ανάπτυξης που εφαρμόζει, είναι πιο αξιοθαύμαστο και από τις επιτυχίες της.
Της έχει φέρει χιλιάδες νέους οπαδούς από την υπόλοιπη Νορβηγία και τις άλλες σκανδιναβικές χώρες. Στο ματς με τη Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ στο «Ολντ Τράφορντ» την ακολούθησαν περισσότεροι από 6.500 υποστηρικτές της: το 12% του πληθυσμού της παγωμένης της πόλης.
. . .
Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-06 13:53:00