Αθλητικά

Μίμης Δομάζος: ο «στρατηγός» της Κυριακής

Ηταν ο «Στρατηγός» του Παναθηναϊκού. Για τους οπαδούς του εκείνη τη μακρινή και τόσο αλλιώτικη εποχή, ο ίδιος ο Παναθηναϊκός. Οπως ο Σιδέρης ήταν ο Ολυμπιακός, ο Παπαϊωάννου η ΑΕΚ, ο Κούδας ο ΠΑΟΚ. Για τους υποστηρικτές των αντίπαλων ομάδων ήταν ο «κοντός» με το τεράστιο ποδοσφαιρικό ανάστημα. Δεν… το φώναζαν, αλλά τον θαύμαζαν.

Ο Μίμης Δομάζος, που έφυγε από τη ζωή αυτήν την Παρασκευή, δύο μέρες μετά τα 83α γενέθλιά του, υπήρξε μεγάλος πρωταγωνιστής της εικοσαετούς μετάβασης του ελληνικού ποδοσφαίρου από το ερασιτεχνικό του status στον επαγγελματισμό. Η καριέρα του άρχισε το 1959, τη χρονιά που καθιερώθηκε το ενιαίο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής, και ολοκληρώθηκε το 1980, στο φινάλε της πρώτης επαγγελματικής σεζόν. Ετυχε. Αλλά ήταν κάτι παραπάνω από σύμπτωση: ο Δομάζος ήταν η ιδανική προσωποποίηση αυτής της εξέλιξης.

Είχε το πάθος του ερασιτέχνη (οι παλιοί φίλοι της ΑΕΚ τον θυμούνται να τρέχει ασταμάτητα στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, στα 36 του και φίρμα, προκαλώντας το βροντερό χειροκρότημα της εξέδρας) και, ταυτοχρόνως, τη συμπεριφορά του πιο συνεπή επαγγελματία. Δεν έπινε, δεν κάπνισε ποτέ του και κάθε Δευτέρα, που οι ομάδες είχαν ρεπό, εκείνος έκανε προπόνηση. Μόνος, με την καθοδήγηση ενός γυμναστή.

«Αν αγωνιζόμουν σήμερα, καμία ελληνική ομάδα δεν θα μπορούσε να με πληρώσει. Γιατί γεννήθηκα για να είμαι πρώτος», είχε πει σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» (στον Πάτροκλο Πανανίδη) τον Αύγουστο του 1999. Αλλά είχε την ατυχία -όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι μπαλαδόροι- να γεννηθεί νωρίς. Για να τον αποκτήσει από την Αμυνα Αμπελοκήπων, ο Παναθηναϊκός του έδωσε ένα κοστούμι και μια πορτοκαλάδα. Και στη συνοικιακή ομάδα, 16 ποδοσφαιρικές στολές. Τα μπόνους που δίνονταν στους παίκτες για τις νίκες επί του Ολυμπιακού -και μόνο- ήταν μια χρυσή λίρα.


Τουλάχιστον, χόρτασε δόξα. «Φίλε, αυτό που έχω κερδίσει και μετράει περισσότερο απ’ όλα είναι η εκτίμηση του κόσμου. Οπου πάω, μου ανοίγουν τις πόρτες. Επειτα από τόσα χρόνια, ο κόσμος με θυμάται ακόμη και μ’ αγαπάει. Δεν μετάνιωσα που έγινα ποδοσφαιριστής», είχε πει στην ίδια συνέντευξη.

Οχι πως θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι άλλο. Το είχε αποφασίσει από τα 12, όταν με τους φίλους του κλωτσούσε για ώρες ατελείωτες μια πάνινη μπάλα στις αλάνες και τους χωματόδρομους των Αμπελοκήπων. Μόνο από τη μητέρα του το έκρυβε, για να μην τη στενοχωρήσει. Η κυρία Ουρανία, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, ήταν νοσοκόμα σε μαιευτήριο και μεγάλωνε τον Μίμη μόνη. Τον προόριζε για τεχνίτη (τορναδόρο), για να κερδίσει χρήματα και να έχει μια καλύτερη ζωή. Το ποδόσφαιρο δεν ήταν κανονικό επάγγελμα τότε.


Εκείνος, όμως, δεν το έβλεπε έτσι. Η αγάπη του για την μπάλα ήταν ακατανίκητη. Πριν κλείσει τα 14 γράφτηκε στην Αμυνα Αμπελοκήπων. Μάλιστα, οι παράγοντες του συλλόγου έγραψαν στο δελτίο του ότι ήταν 15 ετών, ώστε να του επιτραπεί να αγωνίζεται στην ανδρική ομάδα. Εκεί τον εντόπισε ένας «ψαράς» -έτσι έλεγαν τότε τους κυνηγούς ταλέντων, τους σημερινούς «σκάουτερ»- και του άνοιξε την πόρτα του Παναθηναϊκού. Οταν υπέγραψε συμβόλαιο στο «Τριφύλλι» ήταν 17 ετών. Επαιξε αμέσως. Στην αρχή ως εξτρέμ, με το νούμερο «7», κι έπειτα στη θέση που τον ανέδειξε ως τον κορυφαίο «μαέστρο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, με το «10».

Με τις πάσες ακριβείας, που ήταν το «σήμα κατατεθέν» του, τον ηγετικό του χαρακτήρα και τη μαχητικότητά του, πολύ σύντομα κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβασμό των πάντων. Το 1961, λίγο πριν κλείσει τα 20, παραχώρησε την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη, στην «Αθλητική Ηχώ». Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας, Γιώργος Δόγας, του είχε ζητήσει να είναι παρούσα και η μητέρα του. «Θα κάνουμε βεντέτα την κυρία Ουρανία;», τον ρώτησε αστειευόμενος. Δεν είχε αντίρρηση.


Το χιούμορ δεν του έλειπε. Ο Χάρι Γκέιμ, προπονητής του την περίοδο 1961-1963, που δυσκολευόταν αφάνταστα να προφέρει σωστά τα ονόματα των ελλήνων παικτών, πότε τον έλεγε «Ντομάντο» και πότε, «Ντομάτο». Μια μέρα στην προπόνηση ο Δομάζος τον πλησίασε και του είπε: «Μίστερ, για να μην μπερδεύεστε, καλύτερα να με φωνάζετε… Πελτέ». Οι ιστορίες που ακούγονταν για τις «πλάκες» του Μίμη στη θρυλική καφετέρια που είχε ανοίξει στην Πλατεία Βικτωρίας -κάποιες τις διηγείτο ο ίδιος- γεμίζουν βιβλίο. Και άλλο ένα, τα ξεσπάσματά του. Οταν θύμωνε, δεν λογάριαζε κανέναν και τίποτα. Κάποτε δεν δίστασε να ορμήσει στον (πανίσχυρο τότε) γενικό γραμματέα Αθλητισμού της Χούντας, Κώστα Ασλανίδη, μέσα στο γραφείο του, επειδή τον προσέβαλε.

Μιλούσε με περηφάνια για τη διαδρομή του από τις αλάνες των Αμπελοκήπων ως την κορυφαία στιγμή της καριέρας του, τον τελικό του «Γουέμπλεϊ» το 1971. Οχι μόνο για τον εαυτό του. Για τα «20 Ελληνόπουλα που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά με την πορεία τους μάγεψαν ολόκληρη την Ευρώπη». Μιλούσε και για τις δύο πιο μεγάλες του απογοητεύσεις: τον αποκλεισμό της Εθνικής από την τελική φάση του Μουντιάλ 1970 στις λεπτομέρειες, και την απομάκρυνσή του από τον Παναθηναϊκό, το 1978, μαζί με τον «Διόσκουρό» του, Αντώνη Αντωνιάδη.

Μίμης Δομάζος και Αντώνης Αντωνιάδης, το δίδυμο των τίτλων για τον Παναθηναϊκό (© Intime p.a.)

Φορώντας τη φανέλα της ΑΕΚ για μιάμιση σεζόν ο Δομάζος διέψευσε πανηγυρικά όσους τον είχαν για «τελειωμένο». Τον Δεκέμβριο του 1979, όταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έγινε μεγαλομέτοχος στην ΠΑΕ Παναθηναϊκός, επέστρεψε για να κλείσει την ένδοξη καριέρα του στην αγαπημένη του ομάδα, τον Μάιο του 1980. «Είμαι πράσινος», συνήθιζε να λέει. «Ολα μου τα χρόνια τα έζησα γύρω από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας».

Τον Νοέμβριο τον αποχαιρέτησε η Εθνική, σε μια φιλική αναμέτρηση με την Αυστραλία. Οι εφημερίδες της εποχής είχαν δημοσιεύσει, όλες, την ίδια συγκινητική φωτογραφία. Εδειχνε τον ιστορικό φροντιστή της «Λεωφόρου», Μήτσο Μπακούρο, να του ετοιμάζει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια για τελευταία φορά.

Αρνήθηκε πολλές φορές να αναλάβει διοικητικό πόστο στον Παναθηναϊκό των 80s και των 90s. «Γεννήθηκα ποδοσφαιριστής, και σαν ποδοσφαιριστή θέλω να με θυμούνται», εξηγούσε σε όσους απορούσαν.

Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τρεις κόρες. Ο πρώτος του γάμος, με τη Βίκυ Μοσχολιού, την Πρωτομαγιά του 1967, αποτέλεσε το πιο σημαντικό κοσμικό γεγονός εκείνης της χρονιάς. Στη Μητρόπολη της Αθήνας συγκεντρώθηκαν πάνω από 30.000 άνθρωποι για να δουν από κοντά τη σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια και τον «άσο» των γηπέδων. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, για να καταφέρουν οι νεόνυμφοι να φτάσουν στην εκκλησία, επιστρατεύτηκε ένας παλαιστής που τους άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος.

«Σαν ψέμα μου φαίνεται, φίλε μου. Πριν από λίγες εβδομάδες περπατούσαμε στην Αθήνα, στην Ιπποκράτους, και κάναμε σχέδια. Ησουν γεμάτος ενέργεια και όρεξη για ζωή», έγραψε στο Instagram για τον Νίκο Σαργκάνη, που «έφυγε» τον Δεκέμβριο. «Οταν φεύγουν τέτοιοι αθλητές, μικραίνει το ελληνικό ποδόσφαιρο». Χωρίς τον Δομάζο μίκρυνε κι άλλο.

. . .




Δημοσιεύτηκε ! 2025-01-24 16:09:00

Back to top button