
Ιζαντόρα Ντάνκαν: Η θρυλική «ξυπόλυτη χορεύτρια» που λάτρεψε την Ελλάδα – Το τραγικό τέλος
«Ξαφνικά μου φάνηκε πως όλα μας τα όνειρα δεν ήτανε παρά μία ένδοξη σαπουνόφουσκα και πως δεν ήμαστε ούτε θα γινόμαστε ποτέ τίποτε άλλο παρά άνθρωποι της εποχής μας. Δεν ήταν δυνατό να έχουμε τις ίδιες ευαισθησίες με τους αρχαίους Έλληνες».
Ύστερα από έναν χρόνο στην Ελλάδα, όπου ζει με την οικογένειά της και κυκλοφορεί φορώντας αρχαίες χλαμύδες, η εκκεντρική ξυπόλυτη χορεύτρια Ιζαντόρα Ντάνκαν συνειδητοποιεί ότι ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να έρθει και να ζήσει σε τούτη τη μικρή χώρα με το περίλαμπρο παρελθόν, οδηγεί σε ουτοπία.
Για την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος στον γενέθλιο τόπο του δεν αρκούν το πάθος, η αφοσίωση, η μύηση ενός, δύο, πέντε, 105 ή 1.005 ανθρώπων.
Με την πάροδο του χρόνου, πόσω μάλλον των χιλιετιών, οι συνθήκες, οι ανησυχίες, οι αξιώσεις, τα δεδομένα, τα όνειρα, οι άνθρωποι, η ζωή αλλάζουν…
Όταν ο αδελφός της, Ρέιμοντ, αποφασίζει να χτίσει την κατοικία του στους βράχους του Κοπανά, στην πλαγιά του Υμηττού, για να βρίσκεται κοντά στη φύση, να βλέπει την Ακρόπολη και να νιώθει την αύρα της Αθήνας των κλασικών χρόνων, η Ιζαντόρα θεμελιώνει το σπίτι με αρχαιοελληνικό τελετουργικό, σα να πρόκειται για ιερό.
Απελευθερωμένη πλέον από τις συμβάσεις της καθημερινότητας, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα εκείνων που δεν μπορούν να καταλάβουν την έκφρασή της, όπως η ίδια διαμαρτύρεται, ασκεί την τέχνη της ακολουθώντας περισσότερο το ένστικτο των Ναϊάδων, παρά τις επιταγές του αναγνωρισμένου μπαλέτου.
Πιστεύει πως ο χορός χρειάζεται φυσικότητα κι ελευθερία και πως ο χορευτής έχει ανάγκη να βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση.
Η Ιζαντόρα Ντάνκαν
ΑΠΕ
«Το μπαλέτο καταστρέφει την ομορφιά του σώματος, τη φυσικότητα. Δίνει την αίσθηση μιας μαριονέτας που κινείται μηχανικά, επειδή δεν της αξίζει η ζωή» λέει κι τρέχει αέρινα με ελεύθερα κινούμενα χέρια, πηδά ανάλαφρα και στροβιλίζεται.
«Ο τρόπος που χορεύω είναι μία διαρκής προσπάθεια να εκφράσω την ύπαρξή μου. Όπως δεν θα επιτρέψω να αμφισβητήσει κάποιος εμένα, έτσι δεν θα στριμώξω την έκφρασή μου σε υπαγορευμένες κινήσεις.
Το σώμα πρέπει να είναι ελεύθερο. Ο χορός δεν είναι τεχνική. Είναι έμπνευση» δηλώνει. Αυτή την έμπνευση αναζητά στις παραστάσεις των αρχαίων αγγείων ξεπατικώνοντας τις στάσεις των ζωγραφισμένων χορευτών, αυτή την έμπνευση αναζητά και στη μουσική της κλασικής Ελλάδας, που προσπαθεί να εντοπίσει μέσα από τις διαδρομές της σύγχρονης παραδοσιακής μουσικής.
Η Ιζαντόρα βιώνει μία αδιάκοπη αναζήτηση και την αποτυπώνει στη δική της τέχνη. Πετάει τους περιοριστικούς κορσέδες της βικτωριανής εποχής και δραπετεύει από τις αίθουσες χορού. Όραμά της είναι ένας χορός του μέλλοντος με οδηγούς συγγραφείς και φιλοσόφους.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο στη διαδρομή της ξυπόλυτης χορεύτριας. Ούτε η φλέβα της τέχνης, που χτυπάει μέσα της, ούτε η επαναστατικότητα, που διακρίνει το έργο και τη ζωή της.
Ήταν παιδί όταν οι γονείς της χώρισαν και η πιανίστα μητέρα της μετακόμισε με την ίδια και τα τρία αδέλφια της από το Σαν Φρανσίσκο στο Όκλαντ, όπου τα έβγαζε πέρα με τα λιγοστά που κέρδιζε από τα ιδιαίτερα μαθήματα.
Τις νύχτες διάβαζε στα παιδιά της Ντίκενς, αλλά και Μπράουνιγκ και Σαίξπηρ και Γουίτμαν. Η Ιζαντόρα μπολιάστηκε με την τέχνη.
Στα 9 της γράφτηκε στο μπαλέτο και τσακώθηκε με την καθηγήτριά της. «Το μπαλέτο είναι μία σχολή ψεύτικης χάρης και περπατήματος στα δάχτυλα των ποδιών» θα πει με θυμό.
Έφυγε από το σχολείο, εκπαιδεύτηκε μόνη της τρέχοντας από βιβλιοθήκη σε βιβλιοθήκη και έμαθε να μιλά τρεις γλώσσες. Έγινε μία δεσποινίδα δυνατή, ευέξαπτη, αντιδραστική με πίστη στις ικανότητες και το μυαλό της.
Και τώρα, στα 26 χρόνια της, ο επίσης αρχαιολάτρης αδελφός της προσφέρει στον εαυτό του και σ΄ εκείνη το ιδανικό περιβάλλον μύησης. Τον τόπο γέννησης του αρχαίου πνεύματος.
«Αν υπάρχει τρόπος να νιώσει κανείς τις φλέβες των δασκάλων της κλασικής εποχής, εδώ θα τον ανακαλύψει» λέει ο Ρέιμοντ. Άλλωστε, ως μουσικός ο ίδιος, έχει εντοπίσει τις φυσικές διαδρομές των ήχων, τις φυσικές κλίμακες, που πέρασαν από την αρχαία μουσική στη βυζαντινή.
Κατά τα λοιπά, υφαίνει ο ίδιος στον αργαλειό τούς χιτώνες που φορούν και κατασκευάζει μόνος του τα υποδήματά τους και τα σκεύη που χρησιμοποιούν. Μελετούν μαζί αρχαιοελληνική ποίηση και δραματουργία, αγγειοπλαστική και γλυπτική. Τρέφονται υγιεινά και επενδύουν ώρες ατελείωτες περιδιαβάζοντας και παρατηρώντας τη φύση. Προσπαθούν να ανασύρουν ό,τι μπορεί να τους συνδέσει με την αίγλη της Ελλάδας των κλασικών χρόνων.
Στα πόδια του Υμηττού, μία πόλη ταλαιπωρημένη από την πολιτική αστάθεια και τις έριδές της και στους βράχους του Κοπανά δύο αδέλφια παραδομένα στις δικές τους μακρινές αναζητήσεις. Σαν από άλλο πλανήτη.

Δεν επινόησα εγώ τον χορό – Κοιμόταν και εγώ τον ξύπνησα
Η Ιζαντόρα πιστεύει πως αυτό είναι το όχημα που θα την οδηγήσει στην καρδιά του ονείρου της. Θα ζήσει εδώ, στην αρχαιοελληνική μήτρα, στη σκιά της Ακρόπολης.
Θα ρουφήξει τον ζωογόνο αέρα ενός λαμπρού πολιτισμού, θα εναρμονίσει το σώμα, τη ζωή, την ανάσα της στη σκέψη και το πνεύμα των αρχαίων φιλοσόφων.
Για έναν χρόνο ντύνεται χιτώνες και σανδάλια και χορεύει στους ρυθμούς που της υπαγορεύουν τα σπαράγματα του μακρινού παρελθόντος.
Ξυπόλητη, ημίγυμνη με μόνη έγνοια να μιμηθεί την πλαστικότητα των ιωνικών και των δωρικών κιόνων, να εξαϋλωθεί σε μία ιερή δέηση προς τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Σαν ευλύγιστο ξωτικό που γιορτάζει τη χαρά της άνοιξης λικνίζεται κάτω από τον ελληνικό ήλιο ανάμεσα στα αρχαία ερείπια.
Ο σπουδαίος θεατράνθρωπος Αλέξης Σολωμός λέει πως η Ιζαντόρα υπηρετεί με πάθος τη χορευτική επανάσταση των πρώτων δεκαετιών του αιώνα.
Είναι ο συνδυασμός μίας άυλης φυσιολατρικής αρχαιότητας και του νιτσεϊκού ιδανικού, που καταργεί τη βαρύτητα: κάθε βάρος να αποκτά λαφράδα και κάθε σώμα να χορεύει.
Αποκτά μαθήτριες. Δεν διδάσκει χορογραφίες. Διδάσκει να αγαπούν τον εαυτό τους. Να αφουγκράζονται τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους, να αφήνουν το σώμα τους στη μελωδία των ήχων της φύσης.
Ο χορός της έχει σαρκική διάσταση, αλλά δεν προκαλεί. Κάτι άλλο είναι αυτό που κερδίζει τις διθυραμβικές κριτικές των ειδικών. Το σώμα της Ιζαντόρα εξαϋλώνεται και συντίθεται, οι κινήσεις του είναι θρόισμα φύλλων, παφλασμός κυμάτων, τραγούδι του ανέμου.
Είναι αυτή η ίδια εποχή, που καλεσμένη στο Βερολίνο να μιλήσει για την τέχνη της, διατυπώνει έναν πρωτοποριακό λόγο, που θα μείνει στην ιστορία ως «ο χορός του μέλλοντος». «Ο χορός είναι φυσικό φαινόμενο και όχι εφεύρεση. Είναι μια εκ νέου ανακάλυψη των κλασικών αρχών της ομορφιάς και της κίνησης. Δεν τον επινόησα εγώ τον χορό. Κοιμόταν κι εγώ τον ξύπνησα με τη φυσικότητα και την ελευθερία που του ταιριάζουν» θα πει.
Στο διάστημα της παραμονής της στην Ελλάδα δείχνει να βρίσκει, ό,τι αναζητά. «Ήμαστε εντελώς αυτάρκεις. Δεν ανακατευτήκαμε καθόλου με τους Αθηναίους. Κι όταν ακόμα μάθαμε απ΄ τους χωρικούς πως ο βασιλιάς της Ελλάδας ερχόταν να δει τον Ναό μας, δεν συγκινηθήκαμε.
Γιατί εζούσαμε στο βασίλειο άλλων βασιλιάδων, του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου και του Πρίαμου» εξομολογείται, απαξιώνοντας κι αυτόν τον ίδιο τον βασιλιά των Ελλήνων, τον Γεώργιο τον Α΄, που νωρίτερα της ζήτησε να εμφανιστεί στο Βασιλικό Θέατρο και πήγε με όλη την οικογένειά του να την απολαύσει. Ο τίτλος του, η ισχύς του δεν της λένε τίποτα. Άλλωστε, εκείνη στηρίζει τον Βενιζέλο.
Πολύ σύντομα στα αδέλφια Ντάνκαν θα προστεθεί ένα ακόμη ζεύγος αρχαιολατρών αδελφών, αυτή τη φορά ντόπιων.
Είναι τα αδέλφια Σικελιανού. Ο 19χρονος Άγγελος σπουδάζει Νομική στην Αθήνα, αλλά οι ανησυχίες του απέχουν πολύ από τον ορθολογισμό της επιστήμης του. Όχι τυχαία. Όταν έκλεισε την πρώτη 10ετία της ζωής του, ο καθηγητής πατέρας του άρχισε να τον παίρνει μαζί στους περιπάτους του στη φύση, να του μιλά για το δωδεκάθεο και την αρχαία Ελλάδα, να του διαβάζει την ιστορία και τον πολιτισμό που φώτισε την οικουμένη. Η μύησή του έγινε από νωρίς.
Η αγάπη του Άγγελου προς το αρχαιοελληνικό πνεύμα διοχετεύεται προς την ποίηση. Όλα δείχνουν ότι η Νομική σύντομα θα γίνει για κείνον παρελθόν. Η μεγαλύτερη αδελφή του, Πηνελόπη, λογοτέχνις και μεταφράστρια, είναι ερωτευμένη με τον Ρέιμοντ. Θα παντρευτούν.
Τρία χρόνια μετά, στην ιδιαίτερη συντροφιά του Κοπανά προστίθεται και η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, μία διανοούμενη ακτιβίστρια με ευγενή καταγωγή και περιουσία. Το πατρικό της στη Νέα Υόρκη αποτελεί τόπο συγκέντρωσης και ανταλλαγής απόψεων ανθρώπων της τέχνης και του πνεύματος.
Σ΄ εκείνο το σπίτι, σε μία μάζωξη στη μνήμη ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς και ποιητές όλων των εποχών, του Γουόλτ Γουίτμαν, γνώρισε την Ιζαντόρα και συνδέθηκαν. Και αλήθεια, τι σύμπτωση! Θαυμαστής του Γουίτμαν είναι και ο νεαρός Σικελιανός!

Στο πρόσωπο του Έλληνα φοιτητή, που θα συναντήσει κάποια βραδιά στον Κοπανά, η Εύα θα βρει συνομιλητή στη ζωή και στα όνειρά της. «Δεν είναι παράξενο πώς αυτή η πυρόξανθη ομορφιά με την αρχαία παιδεία και το πανέμορφο παλικάρι με την ποιητική έκφραση και τις σπάνιες γνώσεις του ελληνικού πολιτισμού θα ερωτευτούν από την πρώτη τους συνάντηση» θα γράψει χρόνια μετά, η δεύτερη σύζυγος του Σικελιανού, Άννα.
Πράγματι, στις πρώιμες ποιητικές απόπειρες του Άγγελου, η Αμερικανίδα κοσμοπολίτισσα θα αναγνωρίσει την επιρροή του Γουίτμαν! Οι απόψεις των δύο νέων για την αρχαία Ελλάδα και τα δελφικά μυστήρια είναι ταυτόσημες. Η Ιζαντόρα με τον εμπνευσμένο χορό της, με την αέρινη αύρα της με τις τακτικές επισκέψεις της στα ερείπια αρχαίων ναών, όπου τους παρασέρνει, θα τους φέρει ακόμα πιο κοντά. Άλλωστε, ποίηση κάνει και η ίδια.
«Είναι η ποίηση προσωποποιημένη. Δεν είναι η δέκατη μούσα, είναι οι εννέα μούσες σε μία» περιγράφει τη Ντάνκαν ο περίφημος γλύπτης Λοράντο Ταφτ.
Ιζαντόρα και Ρέιμοντ θα παραστούν στον γάμο του Άγγελου Σικελιανού με την Εύα Πάλμερ και με χαρά θα δεχθούν να στηρίξουν τον αγώνα του ζεύγους για αναβίωση της δελφικής ιδέας.
Το όραμα του Έλληνα ποιητή για συναδέλφωση των λαών στα πρότυπα των δελφικών αμφικτιονιών, μέσω ενός διεθνούς οργανισμού με επίκεντρο του Δελφούς, όπου θα οργανώνονται τακτές πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ενθουσιάζει την Ιζαντόρα και της δίνει ακόμη μεγαλύτερη έμπνευση.
Περιπετειώδη όλα στη ζωή της ακόμα και ο θάνατος της
Οι θέσεις της για τον ρόλο της γυναίκας προκαλούν. Δηλώνει απερίφραστα ότι είναι δικαίωμά της να παντρευτεί ή όχι (είναι εχθρός του γάμου), να κάνει έρωτα με όποιον επιθυμεί, να κάνει παιδιά ή όχι, να φροντίσει τα παιδιά της ή όχι, τα ταξιδέψει μόνη της και να εκφράσει ανεμπόδιστα τις πολιτικές πεποιθήσεις της.
Όσο θαυμασμό προκαλεί στους υποψιασμένους, άλλο τόσο σκανδαλίζει τους ανυποψίαστους με τις θέσεις της και με τον τρόπο που ντύνεται… Αέρινα, ανάλαφρα, ίσα που να καλύπτεται το κορμί και να τονίζονται οι κινήσεις. «Αν ντυνόταν έτσι η κόρη μου, θα την έκλεινα στη σοφίτα» θα ψιθυρίσει κάποια από τις κυρίες στα βρετανικά σαλόνια, όπου εμφανίζεται η Ιζαντόρα.
Σε εποχή κατά την οποία η γυναίκα δεν έχει αποκτήσει ούτε τα στοιχειώδη δικαιώματα, αυτή η μία, η αντισυμβατική, η αντικομφορμίστρια, ανοίγει μία ξεχωριστή γυναίκας. Στηρίζει κάθε τι προοδευτικό, κάθε τι πρωτοποριακό.
Ακόμα και όταν χορευτές και χορογράφοι εγκαταλείπουν τη Ρωσία για την Ευρώπη και την Αμερική, εκείνη επιλέγει τη Ρωσία. Τάσσεται με τους μπολσεβίκους και αφιερώνει τον χορό της στην επανάσταση.
Οι Ρώσοι Παύλοβα και Νιζίνσκι ζουν σε πολυτελή ξενοδοχεία της Νίκαιας και του Παρισιού, κι αυτή, μία Αμερικανίδα, οργώνει τις εσχατιές της Σοβιετικής Ένωσης και χορεύει. Εκεί, έπειτα από παρότρυνση του θαυμαστή της, Βλαντιμίρ Λένιν, θα ιδρύσει αργότερα και σχολή, για να εμπνέονται οι μελλοντικοί χορευτές από το δικό της δόγμα: όλες οι κινήσεις έχουν ηθική αντήχηση και μπορούν να εξωτερικεύσουν ψυχικές καταστάσεις.
Όταν επιστρέψει στην πατρίδα της από τη Σοβιετική Ένωση και κατηγορηθεί ευθέως ως επαναστάτρια από σχεδόν το σύνολο του αμερικανικού Τύπου, η απάντησή της θα είναι κοφτή και αδιαπραγμάτευτη: «Ναι! Είμαι επαναστάτρια! Όλοι οι καλλιτέχνες είναι επαναστάτες!».
Αλλά, παρά την επίμονη διδασκαλία της, παρά την αγάπη και το πάθος για την ιδιαίτερη κίνησή της, που κατάφερε να εμφυσήσει σε αρκετούς από τους μαθητές της, αυτή καθαυτή η επιρροή της στον χορό δεν απλώνεται τόσο όσο η φήμη της.
Όπως θα καταθέσει δεκαετίες μετά, ο πρόεδρος του χοροθεάτρου Δόρα Στράτου, Άλκης Ράφτης «Το ότι ο χορός α-λα Ντάνκαν δεν εξαπλώθηκε όπως άλλες σχολές ή μόδες, πιστεύω ότι οφείλεται στο ότι ήταν φορέας μιας αντι-εμπορικής νοοτροπίας. Δεν ήταν ένα “προϊόν” κατάλληλα “συσκευασμένο” ώστε να “πουλάει”.
Δεν είχε “μυστικά”, δεν είχε προκαθορισμένες ασκήσεις, κάποιο πλαίσιο που μια δασκάλα χορού να μπορεί να ισχυρισθεί ότι εκείνη μόνο κατέχει και να τραβήξει μαθήτριες. Ο χορός της Ντάνκαν βασίζεται κυρίως σε μια αντίληψη για τον χορό, για το ανθρώπινο σώμα και τις εκφράσεις του, για τη θεατρικότητα. Ακόμα περισσότερο, ο χορός της Ντάνκαν είναι φορέας μιας κοσμοθεωρίας, κάτι που δεν μπορεί να πει κανείς για ορισμένες από τις διαδεδομένες τεχνικές».
Στην Ελλάδα, πάντως, οι Ντάνκαν δεν θα φτουρίσουν, όπως δεν φτουρά κάθε τι πρωτοποριακό, κάθε τι που βρίσκεται έξω από τον πνεύμα, τις συνήθειες και τα ήθη του τόπου. Τι κι αν η Ιζαντόρα έχει κλέψει παγκοσμίως τις εντυπώσεις εκείνων, που γνωρίζουν την τέχνη της. Η εικόνα της δεν ταιριάζει με την… πρέπουσα χορεύτριας διεθνούς φήμης. Δεν φοράει πουέντ και τουτού, δεν δένει τα μαλλιά της σε αυστηρό κότσο.
Τα εξ Αμερικής αδέλφια, που κυκλοφορούν με χλαμύδες και σανδάλια δεν ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία. Για τους πολλούς είναι τα «αμερικανάκια», τύποι γραφικοί, πλούσιοι, που κάνουν το κέφι τους και σύντομα θα κουραστούν από την απομόνωση και την αρχαιολατρική μονομανία τους.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η Ιζαντόρα αφού ρουφήξει με πάθος ό,τι έχουν να της προσφέρουν οι σωζόμενοι ναοί και τα σπαράγματα του μακρινού παρελθόντος, θα κουραστεί από τις πρακτικές δυσκολίες της πεζής καθημερινότητας. Το σπίτι του Ρέιμοντ, βλέπεις, έχει χτιστεί σε χέρσα γη, χωρίς πρόβλεψη υδροδότησης ή ηλεκτροδότησης.
Η ξυπόλυτη χορεύτρια θα εγκαταλείψει την Ελλάδα, αναζητώντας αλλού μαθητές. Ασφαλώς, ο μόνιμος τροφοδότης της θα είναι η Ακρόπολη. Γι αυτό θα την επισκέπτεται συχνά πυκνά. Άλλωστε, έχει εδώ τον Άγγελο και την Εύα, που προσπαθούν ακόμα να βρουν τον τρόπο αναβίωσης της δελφικής ιδέας.
Μέσα στα επόμενα χρόνια η τύχη της Ιζαντόρα θα της παίξει ένα άδικο παιχνίδι. Το 1906 θα φέρει στον κόσμο της κόρη της από τη σχέση της με τον σκηνογράφο Έντουαρντ Γκόρντον Κρεγκ και το 1910 τον γιο της από τη σχέση της με κάποιον κληρονόμο δυναστείας των Σίνγκερ.
Το 1913 σε ένα τραγικό δυστύχημα θα χάσει και τα δυο παιδιά της, ενώ ένα τρίτο που κυοφορεί θα γεννηθεί νεκρό.
Κρεμιέται με νύχια και δόντια από τον χορό. Μόνο έτσι καταφέρνει να διατηρηθεί ζωντανή. Το 1921 είναι πια 44 χρόνων, όταν γνωρίζει και ερωτεύεται τον 26χρονο Ρώσο ποιητή Σεργκέι Γιεσένιν. Αλλά ο μόνος τρόπος για να τον πάρει μαζί της στην Αμερική, είναι να τον παντρευτεί.
Έτσι, παραβαίνοντας τον όρκο της, παντρεύεται για πρώτη φορά. Αποφασίζουν, ωστόσο, από κοινού να ζήσουν στην πατρίδα του Σεργκέι, όπου η Ιζαντόρα ονειρεύεται να ανοίξει μία σχολή και να διδάξει «δωρεάν χορό σε χίλια παιδιά».
Ο Λένιν της παρέχει ό,τι χρειάζεται για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Αλλά ο νεαρός Σεργκέι, ασταθής, βίαιος, βυθισμένος σ΄ έναν δικό του σκοτεινό, ανεξερεύνητο κόσμο, πνιγμένος στο αλκοόλ και «καπελωμένος» από τη φήμη της γυναίκας του, αυτοκτονεί στο τέταρτο έτος του έγγαμου βίου τους.
Η Ιζαντόρα γι άλλη μια φορά γίνεται κομμάτια και πρέπει να βρει κουράγιο να πατήσει στα πόδια της. Καταφεύγει στο δοκιμασμένο φάρμακό, τον χορό, πολλαπλασιάζει τις εμφανίσεις της, εισπράττει επευφημίες και θαυμασμό, αλλά δεν συνέρχεται. Επιπλέον έχει φτάσει πια τα 50 χρόνια και το σώμα της έχει βαρύνει. Αγαπημένη διέξοδος της είναι οι διαδρομές με το αυτοκίνητο.
Ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Σεπτεμβρίου του 1927 στην Κυανή Ακτή θα ζητήσει από έναν νεαρό φίλο της να την ξεναγήσει με την ανοικτή Bugatti του. «Adieu, mes amis, je vais a la gloire!» (Αντίο φίλοι μου, πηγαίνω στη δόξα!)» φωνάζει εκείνη στη συντροφιά, που βλέπει τη μακριά εσάρπα της να ανεμίζει στον αέρα, καθώς το δυνατό αυτοκίνητο ξεχύνεται στον δρόμο. Σε ένα τραγικό παιχνίδι της μοίρας, στην πρώτη στροφή της διαδρομής, αυτή η μακριά εσάρπα πιάνεται στον τροχό του αυτοκινήτου και της σπάει τον λαιμό.
Ο θάνατος είναι ακαριαίος.
Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-29 11:58:00