Κόσμος

Η αληθινή ιστορία του πιο επικίνδυνου serial killer της Βρετανίας που ζει στην απομόνωση σχεδόν μισό αιώνα

«Αν είχα δολοφονήσει τους γονείς μου το 1970, κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν θα είχε πεθάνει». Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Ρόμπερτ Μόντσλεϊ, έναν από τους πιο διαβόητους δολοφόνους στη Βρετανία που έγινε γνωστός τόσο για τα φρικτά εγκλήματά του όσο και για τις εξαιρετικά αυστηρές συνθήκες κράτησής του αφού ζει σε απομόνωση σχεδόν 50 χρόνια.

Η ιστορία του επανήλθε στην επικαιρότητα καθώς ο ο διαβόητος «κανίβαλος» και κατά συρροή δολοφόνος, που ζει από το 1978 απομωμένος σε ένα γυάλινο κελί μέσα στη φυλακή Wakefield στο Δυτικό Γιορκσάιρ στη Βρετανία, κάνει απεργία πείνας καθώς οι δεσμοφύλακες του πήραν την τηλεόραση και το PlayStation.

«Ο Μπομπ κρατείται σε μια φυλακή μέσα στη φυλακή», δήλωσε ο αδερφός του Πολ που φοβάται ότι ο αδερφός του δεν θα τα καταφέρει καθώς αρνείται να φάει. «Ο Μπομπ παραπονέθηκε, και παρόλο που συνήθως είναι ευγενικός, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι τον κατηγόρησαν για προσβλητική συμπεριφορά. Όταν τελικά επέστρεψε στο κελί του, του είχαν πάρει τα πάντα – την τηλεόραση, το PlayStation, τα βιβλία και το ραδιόφωνο», ανέφερε.

Γεννημένος το 1953 στο Λίβερπουλ, ο Μόντσλεϊ είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία, με αναφορές για συστηματική κακοποίηση από την οικογένειά του.

Ως ενήλικας, οδηγήθηκε σταδιακά στην εγκληματική δράση, και το 1974 διέπραξε τον πρώτο του φόνο, σκοτώνοντας τον παιδεραστή Τζον Φάρελ που, όπως ισχυρίστηκε, του είχε δείξει φωτογραφίες παιδιών που είχε κακοποιήσει. Ενώ εξέτιε ήδη ισόβια, ο Ρόμπερτ έσφαξε βάναυσα δύο συγκρατούμενούς του στη φυλακή του Wakefield στις 28 Ιουλίου 1978.

Αυτές οι πράξεις του τον έκαναν διαβόητο, με ορισμένα μέσα ενημέρωσης να του δίνουν το προσωνύμιο «Hannibal the Cannibal» (Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος) αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις πως είχε οποιαδήποτε κανιβαλιστική δράση.

Οι αρχές, κρίνοντάς τον εξαιρετικά επικίνδυνο, έλαβαν δραστικά μέτρα. Από το 1983, ο Μόντσλεϊ κρατείται σε ένα ειδικά διαμορφωμένο κελί στο υπόγειο της φυλακής υψίστης ασφαλείας του Wakefield.

Το κελί του, συχνά συγκρινόμενο με αυτό της φυλακής του «Χάνιμπαλ Λέκτερ» στην ταινία «Η Σιωπή των Αμνών», είναι ένα διαφανές γυάλινο κουτί, κατασκευασμένο από αλεξίσφαιρο υλικό. Έχει μήκος περίπου 5,5 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, με μια μικρή τρύπα στο πάτωμα για την παράδοση φαγητού και άλλων απαραίτητων ειδών, ώστε να μην υπάρχει καμία φυσική επαφή με το προσωπικό της φυλακής.

Ο Μόντσλεϊ περνά 23 ώρες την ημέρα στο κελί του, επιτρέπεται να βγαίνει για μία ώρα ημερησίως υπό αυστηρή επιτήρηση, χωρίς να έχει επαφή με άλλους κρατούμενους. Οι συνθήκες αυτές έχουν προκαλέσει συζητήσεις σχετικά με τα όρια μεταξύ τιμωρίας και βασανιστηρίου, με ορισμένους να έχουν θέσει ερωτήματα για την ψυχική του υγεία έπειτα από τόσα χρόνια απομόνωσης.

Οι Αρχές συστηματικά αρνήθηκαν κάθε χαλάρωση των όρων κράτησής του. Ο ίδιος έχει πει ότι το να μένει στο κελί του είναι «σαν να είσαι θαμμένος ζωντανός μέσα σε φέρετρο».

Η ιστορία του 

Τον αποκαλούσαν «Μπλε» γιατί αυτό το χρώμα είχε το πρώτο του θύμα, καθώς το στραγγάλιζε. Μετά έγινε γνωστός ως «Κουτάλιας» και ο «Άνθρωπος που τρώει εγκεφάλους», επειδή το θύμα που σκότωσε είχε καρφωμένο στο κεφάλι ένα κουτάλι και μέρος του εγκεφάλου έλειπε. Τα αγγλικά μέσα ενημέρωσης τον βάφτισαν «Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος» και θεωρείται ο πιο επικίνδυνος κατα συρροή δολοφόνος τη Βρετανίας.

«Δεν τους ενδιαφέρει αν είμαι τρελός ή κακός. Δεν γνωρίζουν την απάντηση και δεν τους νοιάζει, αρκεί να είμαι εξαφανισμένος και ξεχασμένος», είχε δηλώσει κάποια στιγμή ο Ρόμπερτ Μόντσλεϊ και κατηγόρησε άμεσα το σωφρονιστικό σύστημα της Βρετανίας για την άδικη μεταχείρισή του.

Ο Μόντσλεϊ διέπραξε ένα μόνο φόνο – από τους συνολικά τέσσερις – έξω από τη φυλακή και φαίνεται πως θύματά ήταν εκείνοι «που δεν άξιζαν να ζήσουν, αν θέλουμε ο κόσμος να γίνει καλύτερος».

Γεννημένος τον Ιούνιο του 1953 στο Λίβερπουλ της Αγγλίας, είδε την σκληρή πλευρά της ζωής από την ηλικία μόλις των δύο ετών. Αυτός και τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια του κατέληξαν σε ορφανοτροφείο, λόγω «γονικής αμέλειας». Τα χρόνια του εκεί ήταν όμορφα, αλλά δυστυχώς κράτησαν λίγο. Τέσσερα χρόνια μετά, οι γονείς τους επέστρεψαν και πήραν τα παιδιά πίσω στο σπίτι.

Η οικογένεια είχε πλέον αποκτήσει 12 παιδιά και ο Ρόμπερτ ήταν ένα από αυτά που βίωσαν σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, καθώς και ψυχολογική βία. «Το μόνο που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία είναι το ξύλο. Μια φορά έμεινα κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο για έξι μήνες. Ο πατέρας μου ερχόταν και με χτυπούσε πέντε με έξι φορές την ημέρα. Χρησιμοποιούσε βέργες και ράβδους, ενώ μια φορά άδειασε στην πλάτη μου ένα αεροβόλο όπλο» έχει πει.

Αυτές ήταν και οι μοναδικές αναμνήσεις που είχε από τους γονείς του, μέχρι που κοινωνικοί λειτουργοί τον έδωσαν σε ανάδοχες οικογένειες.

Ο Ρόμπερτ δεν κράτησε επαφή με πολλά από τα αδέρφια του, και ο λόγος δεν ήταν ότι δεν ήθελε αλλά ότι ο πατέρας τους τούς είπε ότι είχε πεθάνει!

Πέρασε από πολλές ανάδοχες οικογένειες έως τα 16 του, οπότε το έσκασε και αποφάσισε να κυνηγήσει μια καλύτερη ζωή στο Λονδίνο. Αλλά η ζωή για τον Ρόμπερτ έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Κοιμόταν στους δρόμους και γρήγορα στη ζωή του μπήκαν τα ναρκωτικά. Τα επόμενα χρόνια μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία, έχοντας κάνει απόπειρες αυτοκτονίας.

Αμέτρητες φορές είχε εκμυστηρευτεί στους γιατρούς ότι φωνές στο μυαλό του τού έλεγαν να σκοτώσει τους γονείς του, ενώ συχνά μιλούσε για την κακοποίηση και τους βιασμούς που βίωνε σαν παιδί.

Στα 21 του, ο Μόντσλεϊ για να μπορέσει να επιβιώσει και να συνεχίσει να προμηθεύεται ναρκωτικά, στράφηκε στην πορνεία. Τότε ήταν που διέπραξε τον πρώτο του φόνο.

Το 1973 τον πλησίασε ο Τζον Φάρελ. Κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης τους, ο Φάρελ έδειξε στον Μόντσλεϊ φωτογραφίες από πολλούς ανηλίκους που ο πρώτος είχε κακοποιήσει.

Ο Ρόμπερτ γέμισε από οργή, στραγγάλισε με μανία τον παιδόφιλο που είχε μπροστά του. Λίγο αργότερα συνελήφθη.

Η δίκη όμως δεν έγινε, καθώς ο Ρόμπερτ θεωρήθηκε φρενοβλαβής και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο Broadmoor για τους παράφρονες εγκληματίες.

Μετά τον εγκλεισμό του, διέπραξε άλλες τρεις δολοφονίες. Το 1997, μαζί έναν ένα άλλο ψυχοπαθή, κράτησαν όμηρο στο δωμάτιό τους έναν παιδόφιλο και τον βασάνισαν για 9 ώρες, πριν του σπάσουν το κεφάλι στον τοίχο και τοποθετήσουν ψηλά το σώμα του, για να το βλέπουν οι φύλακες.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός φύλακα, το κεφάλι του ασθενή ήταν ανοιγμένο «σαν βρασμένο αυγό».

Στο κρανίο του ήταν σφηνωμένο ένα κουτάλι και μέρος από τον εγκέφαλο έλειπε. Ο φύλακας στην πρώτη του εκδοχή δήλωσε πως ο Ρόμπρερτ το έφαγε, στη δεύτερη, δήλωσε πως ο ίδιος ο δολοφόνος του το είπε.

Βέβαια, η νεκροψία δεν έδειξε ποτέ σημάδια κανιβαλισμού, αλλά ο βρετανικός Τύπος είχε ήδη «βαφτίσει» τον Μόντσλεϊ: «Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος», αναφέρει ο Guardian. 

Στη δίκη που ακολούθησε, ο Μόντσλεϊ δικάστηκε έχοντας «σώας τας φρένας» και μεταφέρθηκε στις φυλακές Wakefield.

Το 1978 ο Ρόμπερτ δολοφόνησε ξανά. Αυτήν την φορά δύο κρατούμενους την ίδια μέρα. Μάλιστα σχεδίαζε να σκοτώσει επτά…

Το πρώτο θύμα ήταν ο Σάνλεϊ Ντάργουντ, που είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία της γυναίκας του. Ο Μόντσλεϊ τον παρέσυρε στο κελί του, του έκοψε τον λαιμό και τον έκρυψε κάτω από το κρεβάτι του. Πέρασε το υπόλοιπο πρωί, προσπαθώντας να προσεγγίσει κι άλλους κρατούμενους στο κελί του, αλλά κανείς δεν τον πλησίαζε.

«Μπορούσες να διακρίνεις την τρέλα στα μάτια του», έλεγαν οι υπόλοιποι έγκλειστοι.

Τελικά, κατάφερε να πλησιάσει τον δολοφόνο Μπιλ Ρόμπερτς. Τον μαχαίρωσε αμέτρητες φορές με ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι και στη συνέχεια του έλιωσε το κεφάλι στον τοίχο.

Μετά τη δεύτερη δολοφονία, ήρεμος πήγε στη τραπεζαρία της φυλακής και είπε στους δεσμοφύλακες: «Στη σημερινή καταμέτρηση των κρατουμένων, θα είστε μείον δύο».

Ως άλλος… Χάνιμπαλ Λέκτερ

Το 1979 πραγματοποιήθηκε η τελευταία δίκη για τον Μόντσλεϊ. Ο δικηγόρος του υποστήριξε ότι οι δολοφονίες έγιναν όλες εν βρασμώ, εξαιτίας της τραυματικής παιδικής ηλικίας του Ρόμπερτ.

«Όταν σκοτώνω, έχω στο μυαλό μου τους γονείς μου. Αν είχα σκοτώσει τους γονείς μου το 1970, κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν θα είχε πεθάνει. Εάν τους είχα δολοφονήσει, τότε θα ήμουν ελεύθερος άνθρωπος και δεν θα έδινα δεκάρα για τον κόσμο» είπε στο δικαστήριο.

Μοναδικά έπιπλα στο κελί του, ένα τραπέζι και μια καρέκλα από συμπιεσμένο χαρτόνι. Η τουαλέτα και ο νεροχύτης είναι βιδωμένα στο έδαφος. Το κρεβάτι είναι από σκυρόδεμα.

Βγαίνει στην αυλή, μόνο μια ώρα την ημέρα, αλυσοδεμένος και υπό τη συνοδεία έξι δεσμοφυλάκων.

Απαγορεύεται οποιαδήποτε επαφή με τους άλλους συγκρατούμενούς του.

Ο Μόντσλεϊ έχει πολύ υψηλό IQ, ακούει κλασική μουσική, διαβάζει ποίηση, λατρεύει τα βιβλία και το Playstation. 

 


Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-15 08:31:00

Δείτε και αυτό !
Close
Back to top button