Οικονομία

Επιδεινώνεται το πρόβλημα αξιοπρεπούς διαβίωσης

Η κυβέρνηση πανηγυρικά ανακοίνωσε την αύξηση 50 ευρώ στον κατώτατο μισθό. Πρόκειται για την πέμπτη κατά σειρά αύξηση από το 2019, ωστόσο όχι μόνο δεν θεραπεύεται το πρόβλημα αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας, αλλά αντιθέτως επιδεινώνεται, επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η ΓΣΕΕ.

Οπως αναφέρει, μπορεί οι συνολικές αυξήσεις που αποφάσισε – ερήμην των κοινωνικών εταίρων – την τελευταία πενταετία η κυβέρνηση να προσεγγίζουν το 30%, ωστόσο οι εργαζόμενοι αγοράζουν 10% λιγότερα αγαθά! Τα δε στοιχεία που παρουσιάζει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στις μελέτες του είναι αποκαρδιωτικά:

– Είμαστε τελευταίοι στην αγοραστική δύναμη σε επίπεδο ΕΕ

– Οι μισοί ενοικιαστές αποδίδουν το 40% και πλέον των εισοδημάτων τους σε στεγαστικές δαπάνες και θέρμανση

– Με εξαίρεση τις επικοινωνίες, τα τελευταία 4 χρόνια οι αυξήσεις όλων των κύριων ειδών του βασικού δείκτη καταναλωτών είναι διψήφιες σε ποσοστό. Η ακρίβεια σαρώνει!

– Το 60% των εργαζόμενων δηλώνουν ότι ο μισθός δεν επαρκεί να καλύψει τα έξοδα του μήνα και το 90% περίπου αναγκάζονται να κόψουν βασικά είδη διατροφής για να ανταπεξέλθουν.

Με τα στοιχεία αυτά, γίνεται αντιληπτό πως κάθε ανακοίνωση για αυξήσεις μερικών ευρώ στον κατώτατο μισθό είναι περί όνου σκιάς. Η ΓΣΕΕ αποχώρησε από τη διαδικασία του ΟΜΕΔ ακριβώς γι΄αυτό το λόγο. Διότι τέτοιες προκάτ διαδικασίες πενιχρών αυξήσεων αφήνουν την κοινωνία παγερά αδιάφορη. Κανέναν εργαζόμενο δεν ενδιαφέρει, πώς η κυβέρνηση θα μοιράσει τα «προγραμματισμένα» 120 ευρώ μέχρι το τέλος της τετραετίας. Αυτό που ενδιαφέρει τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών, όπως έδειξε και η πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με την Alco, είναι η άμεση επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία οι εργαζόμενοι μπορούν να διεκδικήσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και δίκαιους όρους εργασίας. 

Για τους λόγους αυτούς καλούμε κάθε εργαζόμενη, κάθε εργαζόμενο να συμμετέχει στη Γενική Απεργία της 9ης Απριλίου. Απεργούμε για πραγματικές αυξήσεις μέσα από τις συλλογικές μας συμβάσεις», καταλήγει.

ΒΕΑ: Νέα ενίσχυση εισοδήματος κατά 50 ευρώ

Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, τάσσεται υπέρ της αύξησης των κατωτέρων απολαβών σε ιδιωτικό -και για πρώτη φορά ταυτόχρονα στο δημόσιο τομέα στα 880 ευρώ, από την 1η Απριλίου.

Οπως επισημαίνει, σαφέστατα και είναι προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλών αμειβόμενων ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και 700.000 δημοσίων υπαλλήλων σε όλες τις βαθμίδες.

Ο κατώτατος μισθός, από το 2019, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, αυξήθηκε από τα 663 ευρώ στα 880 ευρώ, τα χρήματα που κλήθηκαν να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις που ενισχύουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων τους, ενώ την ίδια στιγμή τα μέτρα που εφάρμοζαν η κυβέρνηση αντίστοιχα για την ελάφρυνση του λειτουργικού και μη μισθολογικού τους κόστους.

Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού, αποτελούν ένα περίπλοκο ζήτημα για τις ΜμΕ, οι οποίες προσπαθούν να εξισορροπηθούν μεταξύ της βιοσιμότητάς τους, της ικανοποίησης των αναγκών των εργαζομένων τους και της διατήρησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Είναι προφανές, ότι ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών, αφενός έχει μειώσει δραματικά την κατανάλωση άρα και τις πωλήσεις των ΜμΕ, αφετέρου έχει αυξήσει και το κόστος λειτουργίας των προϊόντων, χωρίς αυτό να μετακυλήσει στην αγορά.

Η υψηλή φορολογία, με βάση το τεκμαρτό εισόδημα, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και τις συσσωρευμένες οφειλές του παρελθόντος, εξακολουθούν να αποτελούν «τροχοπέδη για την ανάπτυξη των βιοτεχνικών προϊόντων», σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιοποίησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας. Το 70% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις πληροφορίες τους.

Η μηνιαία επιβάρυνση των προϊόντων είναι πολλαπλάσια. Με την επερχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού από 01.04.2025 κατά 6% και με την υπάρχουσα μείωση των ποσοστών των ασφαλιστικών εισφορών από 01.01.2025, η μηνιαία επιβάρυνση των δαπανών για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, που κυμάνθηκε σε 60,101 ευρώ, από 60,101 ευρώ, από 60,101 ευρώ, 60,101 ευρώ, 60,101 ευρώ, 60,101 ευρώ, . ευρώ. Το κόστος μιας επιχείρησης που απασχολεί 5 εργαζομένους, με τον κατώτατο μισθό, θα έρχεται σε επιπλέον 4.262,30 ευρώ, σε βάση.

Ωστόσο, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε αναθεώρηση της κλίμακας φορολόγησης, καθώς χιλιάδες εργαζόμενοι θα αλλάξουν βαθμίδα, με αποτέλεσμα να κληθούν να αποπληρώσουν υψηλότερη φορολογία. Ο φόρος για εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ, διαμορφώνεται στο 9% και στη συνέχεια εκτοξεύεται στο 22% για εισαγωγές από 10.000,01 ευρώ και πάνω. Αυτό, θα έχει ως αποτέλεσμα η αύξηση που θα δοθεί να μην μείνει στην τσέπη του εργαζόμενου – καταναλωτή, αλλά στα ταμεία της φορίας.

«Η μείωση μόνο κατά μισή μονάδα των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, με την έλευση της νέας χρονιάς έχει ήδη εγγραφεί, από την αύξηση της ενέργειας και των τιμών των πρώτων υλών. Είναι επιτακτική ανάγκη, η επανεξέταση της άδικης τεκμαρτής φορολόγησης και ταυτόχρονα η επαναφορά ρύθμισης των οφελών σε έως 120 δόσεις, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις οφειλές που δεν υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ.

Περιμένουμε από την κυβέρνηση, την υλοποίηση των παρεμβάσεων που έχει ανακοινώσει, όπως η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τουλάχιστον μισή μονάδα για τις εργοδοτικές εισφορές, νωρίτερα (και όχι το 2027), τον εξορθολογισμό των αυξήσεων στα δημοτικά τέλη, τη μείωση του ενεργειακού κόστους , Αθήνας, Κωνσταντίνος Δαμίγος .

Κορκίδης: Μέσα στα πλαίσια των εργοδοτικών δυνατοτήτων η αύξηση

Οπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης, «ο κατώτατος μισθός μετά την πέμπτη κατά σειρά αύξηση και μάλιστα με 6%, υπερδιπλάσια του ετήσιου πληθωρισμού, διαμορφώνεται το 2025 από τα 830 στα 880 ευρώ ή από τα 910 στα 968 ευρώ, με βάση τους 14 μισθούς. Παρά το γεγονός πως στη περίπτωση του καθορισμού του κατώτατου μισθού ισχύει το «άλλος κερνάει, βλέπε κυβέρνηση, άλλος πληρώνει, βλέπε επιχειρήσεις και άλλος χαίρεται, βλέπε μισθωτούς», θεωρώ πως η αύξηση που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός είναι μέσα στα πλαίσια των εργοδοτικών δυνατοτήτων μας.

Με δεδομένο ότι η οικονομία είναι κυκλική, η αύξηση της οικονομικής δυνατότητας των νοικοκυριών, πέρα των όλων άλλων, θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της κινητικότητας της αγοράς. Το εισόδημα των μισθωτών είναι το «καύσιμο» για την αγορά που καθορίζει τη «ροπή κατανάλωσης», αλλά ταυτόχρονα και σημαντική επιπλέον φορολογητέα ύλη, που αναμένεται να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα πάνω από 1 δις ευρώ.

Πιστεύω λοιπόν πως, ως αντιστάθμισμα, κάθε ετήσια αύξηση του μισθού θα πρέπει να συνοδεύεται με μία λελογισμένη ποσοστιαία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και άμεσων φόρων, εάν θέλομε πράγματι να διατηρήσουμε την ικανότητα των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν νέους εργαζόμενους και να αμείβουν αξιοπρεπώς τις δεξιότητες. Βεβαίως αυτό δεν ισχύει για τον Δημόσιο τομέα, όπου με 12 μισθούς, αντί για 14 ετησίως και με 880 ευρώ μικτά ή 743 ευρώ καθαρά, δεν επαρκεί για να προσελκύσει εργαζόμενους, μέσω ΑΣΕΠ, δημιουργώντας προβλήματα υποστελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών.

Σε μία χρονιά που βλέπουμε τον πληθωρισμό να επιμένει, τις γεωπολιτικές αναμετρήσεις να συνεχίζονται και τον εμπορικό πόλεμο να κλιμακώνεται, ο στόχος για 950 ευρώ κατώτατο μισθό και 1500 ευρώ μέσο μισθό μέχρι το 2027, μπορεί να μας δυσκολεύει, αλλά πρέπει να επιμείνουμε και να τα καταφέρουμε. Οι μικρομεσαίοι δεν ξεχνάμε πως το 2013 γυρίσαμε μισθολογικά στο 2005 με όλα τα επακόλουθα και μας πήρε 11 χρόνια για να επιστρέψουμε, το 2023, στα προ μνημονίων επίπεδα του κατώτατου μισθού. Ο κατώτατος μισθός αφορά μόνο σε περίπου 575.000 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και όλοι γνωρίζουμε πως δεν καθορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά είναι ένα βασικό σημείο αναφοράς, αφού η αύξηση του συμπαρασύρει 18 επιδόματα και επηρεάζει καθοριστικά τριετίες, επιδόματα και δώρα», καταλήγει.

Καφούνης (ΕΣΕΕ): Ευπρόσδεκτη η αύξηση 

Με αφορμή την αύξηση του κατώτατου μισθού ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Σταύρος Καφούνης δήλωσε:

«Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ευπρόσδεκτη καθώς ενισχύει τους χαμηλόμισθους και τα ευάλωτα νοικοκυριά και προσδοκούμε ότι τουλάχιστον ένα μέρος αυτής θα επιστρέψει στις εμπορικές επιχειρήσεις ως αύξηση της κατανάλωσης. Επειδή όμως είναι μία αύξηση πολύ μεγαλύτερη του πληθωρισμού, η οποία υπερβαίνει τις αντοχές πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, πρέπει να συνοδευτεί με δραστικά αντισταθμιστικά μέτρα για τις επιχειρήσεις, αφενός με περαιτέρω σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους, αφετέρου με την ελάφρυνση των μικρομεσαίων και πολύ μικρών επιχειρήσεων από αχρείαστα και αναχρονιστικά βάρη, όπως είναι το ελάχιστο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα».

 




Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-26 18:55:00

Back to top button