Γιατί η Κίνα ανέστειλε την αγορά κρατικών ομολόγων
Ακόμη περισσότερα θέλει να κάνει η κυβέρνηση της Κίνας για να καταπολεμήσει την κρίση στις εγχώριες κεφαλαιαγορές με αιχμή τα κρατικά ομόλογα, σύμφωνα με την Handelsblatt.
Την περασμένη Παρασκευή (10.01.25), η κεντρική τράπεζα της Κίνας ανακοίνωσε ότι θα αναστείλει προς το παρόν την αγορά κρατικών ομολόγων. Αυτή είναι η τελευταία προσπάθεια να περιοριστούν τα στοιχήματα των επενδυτών σε σχέση με την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη, τα οποία έχουν υπονομεύσει το νόμισμα και έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
Η κυβέρνηση στο Πεκίνο επανέλαβε ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για να αποτρέψει την διολίσθηση της Λαϊκής Δημοκρατίας σε έναν παραλυτικό αποπληθωρισμό. Ωστόσο, ο αριθμός των εμπειρογνωμόνων που προειδοποιούν ότι η Κίνα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια παρόμοια εξέλιξη με την Ιαπωνία, δηλαδή χρόνια στασιμότητας, αυξάνεται.
Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας θα αναστείλει τις αγορές κρατικών ομολόγων αυτόν τον μήνα, καθώς η προσφορά ομολόγων δεν επαρκεί πλέον για να καλύψει τη ζήτηση, ανέφερε σε ανακοίνωσή της την Παρασκευή. Τους τελευταίους πέντε μήνες, η κεντρική τράπεζα είχε αγοράσει περίπου ένα τρισεκατομμύριο γουάν (133 δισ. ευρώ) σε κρατικά ομόλογα. Η κεντρική τράπεζα σκοπεύει να αποφασίσει πότε θα επαναλάβει τις αγορές ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς.
Η κυβέρνηση θέλει να σταματήσει την πτώση των αποδόσεων, την υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος και τη διολίσθηση του χρηματιστηρίου με τη διακοπή της αγοράς. Στις αρχές Δεκεμβρίου, η απόδοση των δεκαετών κινεζικών κρατικών ομολόγων έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 2%, φθάνοντας σε ιστορικό χαμηλό.
Η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και η προσδοκία περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων οδηγούν τους επενδυτές σε ασφαλείς επενδύσεις, όπως τα κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα οι τιμές να αυξάνονται και οι αποδόσεις να μειώνονται κατοπτρικά. Τα δεκαετή κινεζικά κρατικά ομόλογα αποδίδουν σήμερα 1,65%, μετά το χαμηλό ρεκόρ του 1,60% στις 3 Ιανουαρίου.
Οι φόβοι για εξουθενωτικό αποπληθωρισμό επιβαρύνουν επίσης την κινεζική χρηματιστηριακή αγορά. Την Παρασκευή, ο κορυφαίος δείκτης CSI 300 υποχώρησε περαιτέρω κατά 1,25%. Από την αρχή του έτους, η πτώση ανέρχεται πλέον σε πάνω από πέντε τοις εκατό.
Η άμεση αιτία για την τελευταία αναταραχή στις κινεζικές αγορές είναι η επικείμενη αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε να επιβάλει δασμούς έως και 60% στις κινεζικές εισαγωγές.
Οι εμπειρογνώμονες του διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων Candriam εκτιμούν ότι οι δασμοί αυτού του μεγέθους θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάπτυξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 1,5 έως 2% και να θέσουν έτσι σε κίνδυνο την εύθραυστη ανάκαμψη της Κίνας. Είναι τότε αμφίβολο αν η Λαϊκή Δημοκρατία θα μπορούσε να επιτύχει τον στόχο της για ανάπτυξη της τάξης του 5%.
Την περασμένη εβδομάδα, το κινεζικό νόμισμα ρενμίνμπι (RMB) – γνωστό και ως «γουάν» – υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο έναντι του δολαρίου εδώ και 16 μήνες. Ένας σημαντικός λόγος για την υποτίμηση είναι η ανησυχία ότι οι απειλούμενοι δασμοί των ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναγκάσουν τις κινεζικές νομισματικές αρχές να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο το γουάν, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην κινεζική εξαγωγική οικονομία. Ένα αδύναμο νόμισμα έχει θετική επίδραση στις εξαγωγικές επιδόσεις.
Οι δασμοί του Τραμπ δεν είναι σε καμία περίπτωση το μοναδικό σημείο προβλήματος στην Κίνα: οι οικονομολόγοι της Candriam συγκαταλέγουν στους παράγοντες κινδύνου το υψηλό χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης, την τεταμένη κατάσταση στον τραπεζικό τομέα, την ακόμη εύθραυστη αγορά ακινήτων και την αδύναμη καταναλωτική ζήτηση.
Στα μέσα Δεκεμβρίου, η κινεζική κυβέρνηση είχε ήδη ανακοινώσει χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής λόγω της επίμονης οικονομικής επιβράδυνσης. Ήταν η πρώτη προσαρμογή της επίσημης γραμμής από το 2010.
Την περασμένη Παρασκευή, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Λιάο Μιν ανανέωσε την υπόσχεση να τεθεί και η δημοσιονομική πολιτική στην υπηρεσία της καταπολέμησης της κρίσης. Η χώρα διαθέτει «άφθονο περιθώριο ελιγμών δημοσιονομικής πολιτικής και μέσα για την αντιμετώπιση νέων εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων».
Αν και οι πολιτικές παρεμβάσεις είναι ελπιδοφόρες, δεν επαρκούν ακόμη για να αντισταθμίσουν την οικονομική πίεση των απειλών Τραμπ, προειδοποιούν οι Paulo Salazar και Chris Mey, υπεύθυνοι για τη στρατηγική των αναδυόμενων αγορών στην Candriam. «Για να είναι αποτελεσματικές οι πρωτοβουλίες, απαιτείται ένα πρωτοφανές επίπεδο τόνωσης της οικονομίας σε συνδυασμό με σημαντική οικονομική απελευθέρωση και μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην αγορά», τονίζουν οι δύο. Διαφορετικά, η Κίνα αντιμετωπίζει την απειλή παρατεταμένης στασιμότητας – παρόμοια με την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990.
Ο Gerd Wiesheu, επικεφαλής της Metzler Bank, αναγνωρίζει επίσης αυτόν τον κίνδυνο. Και στις δύο χώρες, τα προβλήματα ξεκίνησαν με το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων. «Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να βγεις από μια τέτοια κρίση. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να δεχτείς απώλειες και να δράσεις γρήγορα», λέει ο Wiesheu. Προς το παρόν, η Κίνα δεν είναι προφανώς ακόμη έτοιμη να λάβει τόσο δραστικά μέτρα.
Δημοσιεύτηκε ! 2025-01-13 09:57:00