Οικονομία

Γιατί δεν έπιασε τα… 60 ο μέσος συνταξιούχος στην Ελλάδα

Μια γνωστή κακοδαιμονία του παρελθόντος, οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις εξακολουθεί και βαραίνει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Έτσι, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης διατηρείται κάτω και από τα 60 έτη, παρά το γεγονός ότι από το καλοκαίρι του 2015, τα γενικά όρια έχουν αυξηθεί στα 62 έτη μετά από 40 χρόνια ασφάλισης ή στα 67 με 15ετία. Μάλιστα, σταδιακά, έως και το 2022 έκλεισαν και όλα τα «παράθυρα» που είχαν μείνει ανοικτά, προκειμένου η αύξηση των ορίων ηλικίας να μην προκαλέσει ακαριαία, τεράστια αναστάτωση στους ασφαλισμένους.

Η έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (στοιχεία 2023), δείχνει ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κουβαλάει ακόμη τα βαρίδια του πρόσφατου παρελθόντος, με αποτέλεσμα η μέση ηλικία των πολιτών ηλικίας 50 – 74 ετών, για τους οποίους διαπιστώθηκε ότι λαμβάνουν κάποιας μορφής σύνταξη γήρατος να είναι τα 58,6 έτη, με μικρή διαφοροποίηση για τους άνδρες (58,9 έτη), σε σχέση με τις γυναίκες (58,2 έτη).

Να σημειωθεί ότι, η τρέχουσα, πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ βρίσκεται πλέον, κοντά στα 63 και αναμένεται, τα επόμενα χρόνια, με την ωρίμανση του νόμου του 2015, η ηλικία αυτή να αυξηθεί κι άλλο. Άλλωστε, από το 2016 ισχύει διάταξη σύμφωνα με την οποία, τα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα επανακαθορίζονται με βάση τις αλλαγές στο προσδόκιμο ζωής. Η αλλαγή αυτή, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα οδηγήσει σε αύξηση των ορίων, έχει παραπεμφθεί για μετά το 2027.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το μεγαλύτερο ποσοστό (65,8%) των ατόμων ηλικίας 50-74 ετών δεν λαμβάνει καθόλου σύνταξη, προφανώς γιατί, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, εξακολουθεί και εργάζεται.

Το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν εθνική σύνταξη γήρατος εκτιμάται σε 31,2%, ενώ περίπου 2,5% λαμβάνει αναπηρικές συντάξεις. Τα άτομα που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και εξακολουθούν να εργάζονται αποτελούν το 1,8% του συνόλου των απασχολουμένων.

Τα άτομα που είναι εκτός εργατικού δυναμικού, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, και τα οποία λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, αποτελούν το 58,0% του συνόλου των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού.

Βέβαια, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50-74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Μέχρι την ηλικία των 54 ετών το ποσοστό που λαμβάνει σύνταξη είναι πολύ χαμηλό, κάτω του 5,0%, και αυξάνεται με σταδιακά, και με παρόμοιο τρόπο και για τα δύο φύλα μέχρι την ηλικία των 60 ετών.

Μετά τα 60 έτη, το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν σύνταξη είναι σημαντικά μεγαλύτερο για τους άνδρες έναντι των γυναικών, και στην ηλικία των 74 ετών ανέρχεται στο 90,1% για τους άνδρες και στο 63,7% για τις γυναίκες.

Ανάλογες διαφορές ως προς το ποσοστό συνταξιοδότησης καταγράφονται με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο και την ηλικία. Παρατηρείται ότι, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο υψηλότερο είναι και το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν σύνταξη, και αυτό συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες. Στην ηλικία των 74 ετών τα ποσοστά συνταξιοδότησης διαμορφώνονται σε 69,3% για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, σε 78,9% για τα άτομα μέσης εκπαίδευσης και σε 92,1% για τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης.

Μέση ηλικία έναρξης λήψης σύνταξης γήρατος

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η μέση ηλικία κατά την οποία ξεκίνησε η λήψη σύνταξης γήρατος για τα άτομα ηλικίας 50-74 ετών ήταν τα 58,6 έτη. Η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει χαμηλή, παρ’ ότι είναι λίγο υψηλότερη για τους άνδρες (58,9) σε σύγκριση με τις γυναίκες (58,2), αποδεικνύοντας ότι στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, πριν από 15 με 20 χρόνια, όχι μόνο οι γυναίκες – μητέρες με ανήλικα τέκνα αλλά και οι άνδρες, όλων των ηλικιών συνταξιοδοτούνταν πριν από την ηλικία των 60 ετών.

Μεγαλύτερες διαφορές εμφανίζονται στα άτομα διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου και συγκεκριμένα, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης είναι 60,7 ενώ για τα άτομα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης είναι αντίστοιχα 57,1 και 57,3 έτη. Αναφορικά με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, ανάλογα με το επάγγελμα της τελευταίας εργασίας, παρατηρείται ότι αυτή κυμαίνεται από τα 59,0 έτη για τους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα έως τα 65,6 έτη για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς.

Διαφορές παρατηρούνται και στη μέση ηλικία συνταξιοδότησης κατά Περιφέρεια. Η μικρότερη ηλικία συνταξιοδότησης παρατηρείται στην Περιφέρεια Αττικής και οι μεγαλύτερες στις Περιφέρειες Κρήτης, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίων Νήσων.

Εντύπωση προκαλεί επίσης, το ποσοστό ατόμων ηλικίας 50-74 ετών που δηλώνουν ότι έλαβαν μειωμένη σύνταξη γήρατος, καθώς ανέρχεται στο 11,6%, με το χαμηλότερο ποσοστό να παρατηρείται στους άνδρες κατώτερης εκπαίδευσης (5,6%) και το υψηλότερο (22,8%) στις γυναίκες μέσης εκπαίδευσης.

Επτά στα 10 άτομα ηλικίας 50-74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος σταμάτησαν να εργάζονται όταν συνταξιοδοτήθηκαν, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό, 23,9% δεν εργαζόταν ήδη πριν αρχίσει να λαμβάνει σύνταξη.

Οι περισσότεροι σταμάτησαν να εργάζονται από τη στιγμή που κατοχυρώθηκε το δικαίωμα σύνταξης (77,3%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό 15,0% δηλώνει ότι υποχρεώθηκε να σταματήσει λόγω ορίου ηλικίας.Όσο για αυτούς που συνέχισαν να εργάζονται, ως κυριότεροι λόγοι εμφανίζονται η ανάγκη (32,9%) και τα οικονομικά κίνητρα (14%).

Από τα άτομα που δεν λαμβάνουν ούτε σύνταξη γήρατος ούτε επαγγελματική σύνταξη, η πλειονότητα (91,0%) των ανδρών προσπαθεί να κατοχυρώσει δικαίωμα σύνταξης – κυρίως, μέσω ασφάλισης σε δημόσιο φορέα.

Αντίθετα, ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών, 43,0%, δεν κάνει καμία σχετική ενέργεια.




Δημοσιεύτηκε ! 2024-10-25 07:31:00

Back to top button