
«Γαϊτανάκι» ανακοινώσεων για την εντολή πειθαρχικού ελέγχου της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου
Η απόφαση των ανακριτικών αρχών της Ρόδου να αφεθούν ελεύθεροι μετά τις απολογίες τους, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο κύκλωμα διαφθοράς στην Πολεοδομία Ρόδου και η παρεπόμενη παρέμβαση από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, για τον πειθαρχικό έλεγχο της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, πυροδότησαν ένα «γαϊτανάκι» ανακοινώσεων με ευθείες βολές από τις δικαστικές ενώσεις κατά της ηγεσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, όπως και από τη Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.
Ανακοινώσεις εξέδωσαν τόσο η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, όσο και η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος, ενώ την Πέμπτη συγκαλείται εκτάκτως η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για «να λάβει αποφάσεις για περαιτέρω αντιδράσεις απέναντι στις συμπεριφορές της ηγεσίας του Αρείου Πάγου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Είχε προηγηθεί η εντολή της Προέδρου του Αρείου Πάγου προς την πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών, Ασημίνα Υφαντή, για τον πειθαρχικό έλεγχο της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου αναφορικά με την ποινική μεταχείριση του αρχηγού και των μελών του κυκλώμτας που είχαν στήσει το «παραμάγαζο εξυπηρετήσεων» στην τοπική Πολεοδομία.
Οι απολογίες των κατηγορουμένων διήρκησαν περισσότερο από οκτώ ώρες και τελικά με σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέως και οι επτά αφέθησαν ελεύθεροι με χρηματικές εγγυήσεις συνολικού ύψους 370.000 ευρώ, εμφάνισης στο τμήμα μία φορά το μήνα και απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, καθώς όπως αναφέρθηκε, δεν διαπιστώθηκε κίνδυνος φυγής, ή τέλεσης νέων αδικημάτων ή προσπάθεια συγκάλυψης στοιχείων.
Αντιδρώντας στην ενέργεια της Προέδρου του Αρείου, στην ανακοίνωσή της (ολόκληρη κάτω) η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος δηλώνει ότι στέκεται «το πλευρό των συγκεκριμένων συναδέλφων, όπως και κάθε συναδέλφου που με προσωπικό κόστος, επιστημονική σπουδή και αιτιολογημένη κρίση, υλοποιεί καθημερινά στην πράξη την δικαστική ανεξαρτησία».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΔΕ:
«Με αφορμή δημοσιεύματα του χθεσινού Τύπου, σύμφωνα με τα οποία διατάχθηκε πειθαρχικός έλεγχος ανακριτή και εισαγγελέα από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, σχετιζόμενος με την ουσιαστική τους κρίση ως προς την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού σε υπόθεση νησιωτικού Πρωτοδικείου, φαίνεται ότι είναι αναγκαίο να επαναλάβουμε ότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 109 παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό “…η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του…”. Με τη διάταξη αυτή, η οποία μαζί με τα άρθρα 87 παρ.1 του Συντάγματος και άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή συμπληρώνουν το πλέγμα ρυθμίσεων που έχουν τεθεί για την προστασία της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, διασφαλίζεται ότι η αιτιολογημένη ουσιαστική τους κρίση, όπως αυτή που αφορά την επιβολή ή όχι προσωρινής κράτησης, είναι ελεύθερη, ώστε να διαμορφώνεται μόνο από τα στοιχεία της δικογραφίας, το νόμο και τη συνείδησή τους, χωρίς τον κίνδυνο επιβολής οποιασδήποτε κύρωσης, καθώς η αξίωση της έννομης τάξης για σεβασμό των δικαστικών κρίσεων, αφορά εξίσου τα όργανα της δικαστικής, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως στα ίδια τα δημοσιεύματα καταγράφεται, οι κατηγορούμενοι είχαν γνωστή διαμονή στη χώρα και δεν προέκυψε σκοπός φυγής τους. Επιπλέον, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι είχαν λευκό ποινικό μητρώο και ότι η υπηρεσιακή ιδιότητα όσων εξ αυτών είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου ανεστάλη άμεσα με απόφαση δημάρχου, κρίθηκε αιτιολογημένα ότι δεν είναι πιθανό να διαπράξουν άλλα εγκλήματα στο μέλλον και ως εκ τούτου η επιβολή των περιοριστικών όρων: α) της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, β) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας τους και γ) της καταβολής χρηματικών εγγυήσεων που κυμάνθηκαν καθ΄ έκαστον από το ποσό των 20.000 ευρώ έως των 100.000 ευρώ, αρκούν για την υλοποίηση των σκοπών της ποινικής δίκης.
Θυμίζουμε δε, ότι η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, όχι ως προκαταβολική ποινή, αλλά μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού και ιδίως η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η καταβολή χρηματικής εγγύησης ή η υποχρέωση σταθερής εμφάνισης ενώπιον της αστυνομικής αρχής, στα οποία δίνεται εκ του νόμου προτεραιότητα, δεν επαρκούν. Πρόκειται δε για εξατομικευμένη κρίση, που αφορά την κάθε υπόθεση ξεχωριστά, υπηρετεί αποκλειστικά τους δικονομικούς σκοπούς της ποινικής δίκης και δεν μπορεί να εντάσσεται, ούτε να συγχέεται με τον παραδειγματικό χαρακτήρα μηνυμάτων περί επιβολής της “νομιμότητας”, που πρόσφατα είδαμε να εκπέμπονται από την εκτελεστική εξουσία.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ, στεκόμαστε στο πλευρό των συγκεκριμένων συναδέλφων, όπως και κάθε συναδέλφου που με προσωπικό κόστος, επιστημονική σπουδή και αιτιολογημένη κρίση, υλοποιεί καθημερινά στην πράξη την δικαστική ανεξαρτησία».
Με τη σειρά της και η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος(ΕΕΕ) κρίνει ότι «η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της».
Η ανακοίνωση της ΕΕΕ:
«Mε αφορμή την παραγγελία της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρόδου, ως προς την απόφαση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι και όχι προσωρινή κράτηση σε κατηγορούμενους υπόθεσης, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, επισημαίνει τα εξής:
Από τις διατάξεις των άρθρων 87-92 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι εισαγγελείς απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που ρυθμίζει τα σχετικά με τα όργανα άσκησης εποπτείας στα δικαστήρια και το περιεχόμενό της, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 εδ. γ’ του ως άνω Κώδικα, η οποία ρητώς ορίζει ότι ο εισαγγελικός λειτουργός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 4 περ. β’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προκύπτει ότι δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό, η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του και επομένως δεν είναι επιτρεπτός ο έλεγχος της κρίσης αυτής. Άλλωστε, σε περίπτωση εσφαλμένης κρίσης, είτε αυτή αφορά τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, είτε την ουσία μιας υπόθεσης, παρέχονται από το Νόμο τα δικονομικά εργαλεία για τη διόρθωσή της.
Σε κάθε περίπτωση, η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει, για πολλοστή φορά, ότι οι Έλληνες εισαγγελείς ασκούν το λειτούργημά τους απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, με βάση το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους, αλλά και με απόλυτη ευσυνειδησία, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία και χωρίς κανένα φόβο έναντι οποιουδήποτε, λειτουργώντας ως εγγυητές των ελευθεριών του πολίτη».
Απαντώντας, ο εκπρόσωπος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, επισημαίνει με νόημα πως «πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο».
Αναλυτικά, η απάντηση του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:
«Αναφορικά με τη δικογραφία που εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης στο Πρωτοδικείο Ρόδου, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων της περί εποπτείας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας (άρθρο 23 του νόμου 439/2022) ζήτησε από την πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης τη διερεύνηση του ενδεχομένου διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης εις βάρος δικαστικού λειτουργού αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων του.
Πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο.
Εξάλλου, ο έλεγχος αν η ελευθέρως διαπιστωθείσα γνώμη του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015), έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από το νόμο και την υπαγωγή σε αυτόν των αποδειχθέντων, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα αρμόδια προς τούτο, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, δικαστικά όργανα.
Αυτά και μόνο, έχοντας γνώμη όλων των στοιχείων της δικογραφίας, νομίμως επιλαμβάνονται και ασκούν την αρμοδιότητά τους με στόχο την προάσπιση του κράτους δικαίου, του κύρους της Δικαιοσύνης, της δικαιικής ασφάλειας των πολιτών και την εδραίωση της εμπιστοσύνης τους προς τους θεσμούς».
Οπως προαναφέρθηκε την Τετάρτη συγκαλείται εκτάκτως η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για να λάβει αποφάσεις σχετικά με τον πειθαρχικό έλεγχο που ζήτησε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Ακολουθεί αναλυτικά η ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας:
«Η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, με αφορμή την νέα παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου στο δικαιοδοτικό έργο των ελλήνων δικαστών, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Οι επίμονες και συχνές το τελευταίο χρονικό διάστημα παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών υπονομεύουν το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου. Η προσφάτως δημοσιοποιηθείσα εντολή της Προέδρου του Αρείου Πάγου για πειθαρχικό έλεγχο των δικαστικών λειτουργών στην υπόθεση της Πολεοδομίας Ρόδου, επειδή δεν διέταξαν την προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων, συνιστά ένα ακόμη βήμα οπισθοδρόμησης για την έννομη τάξη μας.
Δυστυχώς, αντί να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία και το κύρος της Δικαιοσύνης, η ηγεσία του Αρείου Πάγου, επιχειρεί συστηματικά να ποδηγετήσει το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του πειθαρχικού ελέγχου.
Χωρίς τη γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, μεσούσης της κατά νόμο μυστικής ποινικής προδικασίας, η ηγεσία του Αρείου Πάγου επιχειρεί να ελέγξει την κρίση του νόμιμου δικαστή της υπόθεσης.
Το χειρότερο είναι ότι η συγκεκριμένη παρέμβαση δεν είναι μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε μια σειρά αντίστοιχων προηγούμενων ενεργειών της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, η οποία σε πλείονες περιπτώσεις παρενέβη στο έργο των δικαστών με την προσφιλή μέθοδο της απειλής πειθαρχικού ελέγχου.
Με τις συστηματικές αυτές παρεμβάσεις, η ηγεσία του Αρείου Πάγου παραβιάζει ευθέως τη συνταγματικά και υπερνομοθετικά κατοχυρωμένη αρχή του φυσικού δικαστή (άρθρο 8 του Συντάγματος και 6 παρ.1 ΕΣΔΑ), αλλά και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 του Συντάγματος).
Δεν πρέπει συνεπώς να αποτελεί έκπληξη η διαρκής διολίσθηση της Δικαιοσύνης στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, που αποτυπώνεται ακόμη και σε μετρήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών (με βάση τα στοιχεία της ΕΕ τα ποσοστά αρνητικών γνωμών στη χώρα μας για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης ανήλθαν κατά το τελευταίο έτος σε 56%, βλ. EU Justice Scoreboard, quantativedata 2024, σελ. 7, ενώ τελευταίες μετρήσεις δείχνουν μια διαρκώς φθίνουσα πορεία).
Αν η πρόθεση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου είναι να καταργηθεί η ανεξάρτητη δικαστική κρίση, τότε ίσως θα ήταν πιο έντιμο να προτείνει στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, όσες υποθέσεις απασχολούν την κοινή γνώμη να μη δικάζονται από το φυσικό τους δικαστή, αλλά απευθείας, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από την ηγεσία του Αρείου Πάγου, προφανώς ανάλογα με την υποκειμενική της αντίληψη για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Όσο όμως το Σύνταγμα (συνεχίζει να) προστατεύει το κράτος δικαίου και τη δικαστική ανεξαρτησία, παρόμοιες παρεμβάσεις που υπονομεύουν την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη πρέπει να τυγχάνουν πάνδημης αποδοκιμασίας και να αντιμετωπίζονται θεσμικά με τον δέοντα τρόπο.
Διότι και οι κρίνοντες κρίνονται και ελέγχονται.
Μετά ταύτα, η Συντονιστική Επιτροπή αποφάσισε την έκτακτη σύγκληση, αύριο Πέμπτη, 27.3.2025, της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για να λάβει αποφάσεις για περαιτέρω αντιδράσεις απέναντι στις συμπεριφορές της ηγεσίας του Αρείου Πάγου».
. . .
Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-26 15:07:00