Κόσμος

Αρχίζει στο Βερολίνο η δίκη της «τρομοκράτισσας της διπλανής πόρτας»

Η Κλαούντια ήταν μια μάλλον τυπική ιταλίδα συνταξιούχος που ζούσε στο Βερολίνο, βοηθούσε παιδιά με τα μαθηματικά τους στο σπίτι και έκανε πιλάτες, σάμπα και καποέιρα, μια αφρο-βραζιλιάνικη πολεμική τέχνη. Πολλοί από τους φίλους και γείτονές της έπεσαν από τα σύννεφα όταν αποκαλύφθηκε ότι, στην πραγματικότητα, ήταν η Ντανιέλα Κλέτε, μια από τις πιο καταζητούμενες εγκληματίες της Γερμανίας και μέλος της πιο διαβόητης τρομοκρατικής οργάνωσης που έχει δράσει ποτέ στη Γερμανία, Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστή, οργάνωση Μπάαντερ Μάινχοφ.

Η ακροαριστερή οργάνωση διαλύθηκε επισήμως το 1998, γράφουν οι Times, ύστερα από τρεις δεκαετίες έντονης δράσης, με δολοφονίες 30 ατόμων, σειρά απαγωγών, επιδρομές σε τράπεζες, εμπρησμούς και βομβιστικές επιθέσεις. Στα επόμενα 18 χρόνια, ωστόσο, η Κλέτε φέρεται να συμμετείχε σε 13 ένοπλες ληστείες που απέφεραν στην ίδια και σε δύο άνδρες συνεργούς της πάνω από 2,7 εκατ. ευρώ για το «ταμείο συνταξιοδότησης».

Μια μαραθώνια δίκη που πρόκειται να ξεκινήσει σε μια οχυρωμένη αίθουσα δικαστηρίου στο Τσέλε, στη βόρεια Γερμανία, την Τρίτη 25 Μαρτίου, θα αναβιώσει τις δύσκολες μνήμες της Γερμανίας από την οργάνωση, η οποία ιδρύθηκε το 1970 ως «αντιιμπεριαλιστική ομάδα αντάρτικου πόλεων» ενάντια στο κράτος, το οποίο θεωρούσε συνέχεια του Τρίτου Ράιχ.

Μικρές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν έξω από τη φυλακή στην οποία κρατείται η 66χρονη Κλέτε και οι διοργανωτές της πρωτομαγιάτικης συγκέντρωσης στο Βερολίνο σχεδιάζουν να διαβάσουν δημόσια ένα μήνυμά της.


«Η RAF ως όνομα έχει πεθάνει, αλλά οι ιδέες της ζουν σήμερα μέσω μιας σειράς από αριστερές ομάδες», εξηγεί στους Times η Μπετίνα Ρελ, ειδική στη δράση της ομάδας και κόρη της Ούλρικε Μέινχοφ. Η Μάινχοφ, συνιδρύτρια της ομάδας, βρέθηκε απαγχονισμένη στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Στάμχαϊμ, το 1976.

Η Κλέτε κατηγορείται για απόπειρα φόνου, διακεκριμένη ληστεία και παράνομη οπλοκατοχή. Ο δικηγόρος της, Λούκας Θίνε, ισχυρίζεται ότι η δίκη είναι πολιτική: «Η κατηγορία για απόπειρα ανθρωποκτονίας είναι εντελώς παράλογη», είπε. «Κανείς δεν τραυματίστηκε σωματικά σε καμία από τις φερόμενες επιθέσεις».


Η ίδια η Κλέτε πρόκειται να κάνει μια δήλωση στην έναρξη της δίκης, με την οποία η Ρελ πιστεύει ότι θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει τις πράξεις της:

«Σχεδόν όλα τα μέλη της RAF που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο για τόσα χρόνια δεν πίστεψαν ποτέ ότι ήταν λάθος», είπε. «Χρησιμοποιούν τις ίδιες παλιές φράσεις για να προσπαθήσουν να νομιμοποιήσουν τη δράση τους με κομμουνιστικούς, αντιφασιστικούς όρους ως βία κατά του κράτους ή των εκπροσώπων του συστήματος. Νομίζω ότι θα το κάνει και η Κλέτε».


Πράγματι, καθώς οδηγείτο από το αστυνομικό τμήμα στον ανακριτή, η Κλέτε ακούστηκε να φωνάζει: «Είμαι η Ντανιέλα Κλέτε της RAF και είμαι υπό κράτηση!».

Σε έρευνες στο σπίτι της, οι αστυνομικοί βρήκαν χάρτες με τους στόχους των ληστειών, μαζί με 239.000 ευρώ σε μετρητά, 1,2 κιλό χρυσό, 17 ταυτότητες και άδειες οδήγησης σε διάφορα ονόματα, περούκες και ψεύτικα γένια. Ανακαλύφθηκε, επίσης, ένα τσέχικο υποπολυβόλο με δύο κλιπ, ένα Καλάσνικοφ και τρία πιστόλια.

Φίλοι και γείτονες της Κλέτε την περιέγραψαν ως μια φιλική γυναίκα, την οποία έβλεπαν συχνά να βγάζει βόλτα τον σκύλο της, τη Μαλέικα. Οταν τη ρωτούσαν τι δουλειά έκανε πριν από τη σύνταξη, είπε σε έναν ότι ήταν «κάτι σαν οδοντίατρος». Σε άλλους είχε πει, αόριστα, ότι είχε δουλέψει για την εκκλησία ή με παιδιά.

«Ηταν σαν αδελφή μου», είπε ο 52χρονος Εμερσον Γκόμες ντα Σίλβα, από τη Βραζιλία, που γνώρισε την Κλέτε το 2001 σε ένα μάθημα σάμπα και μάλιστα μετακόμισε για λίγο στο διαμέρισμά της για μερικούς μήνες μετά την κατάρρευση του γάμου του. «Με παρηγόρησε», είπε στα γερμανικά ΜΜΕ.

Ο Γκόμες ντα Σίλβα συνάντησε επίσης τους δύο φερόμενους συνεργούς της, οι οποίοι διαφεύγουν τη σύλληψη: Τον Μπούρκχαρντ Γκάρβεγκ, 56 ετών και παλιό εραστή της Κλέτε, ο οποίος αποκαλούσε τον εαυτό του Τζενς και ήταν συχνός επισκέπτης του διαμερίσματος και τον Ερνστ-Βόλκερ Στάους, 71 ετών.

Η Κλέτε, σύμφωνα με τους Times, συνελήφθη τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους στο μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζε στην Σεμπάστιανστράσε, στη συνοικία Κρόιτζμπεργκ. Αποκαλεί τον εαυτό της Κλαύντια Σμιντ ή Κλαούντια Ιβόν, αν και έδειξε στους αξιωματικούς ένα ιταλικό διαβατήριο στο όνομα Κλαούντια Μπερνάντι.

Η Kλέτε δεν προσπάθησε ποτέ να κρύψει τις αριστερές απόψεις της, λέγοντας σε φίλους ότι ήταν κατά της Αμερικής και του ΝΑΤΟ, κάτι σύνηθες κύκλων της στο Κρόιτσμπεργκ.

Ομως, πάντα απέφευγε τις Αρχές, είπε ο Γκόμες ντα Σίλβα, ο οποίος υποψιαζόταν ότι κάτι δραματικό πρέπει να είχε συμβεί στη ζωή της. Οταν της έκανε ερωτήσεις για το παρελθόν της, εκείνη τον απέφευγε. «Ολοι έχουν κάποιο μυστικό», του έλεγε.

Υπήρχαν και άλλες ενδείξεις για τη διπλή ζωή της Κλέτε: ο άντρας που της υπενοικίασε το διαμέρισμα παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε ποια ήταν πραγματικά και ένας γείτονας που την οδήγησε σε νοσοκομείο όταν έσπασε το πόδι της, σε ένα ατύχημα με ποδήλατο, εξεπλάγη όταν διαπίστωσε ότι δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό ή ασφάλεια υγείας. Με τον καιρό είχε γίνει πιο απρόσεκτη: δημοσίευε φωτογραφίες στο Facebook και μάλιστα μπήκε σε μια εφαρμογή γνωριμιών.

Επίσης, ποτέ δεν εξήγησε πειστικά σε κανέναν τις συχνές απουσίες της. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο των 696 σελίδων, αυτή και οι συνεργοί της επισκέπτονταν διάφορες τοποθεσίες, προετοιμάζοντας και στη συνέχεια πραγματοποιώντας τις επιδρομές που έκαναν από το 1999 έως το 2017 σε σούπερ μάρκετ και σε θωρακισμένα φορτηγά μεταφοράς χρημάτων, στη βόρεια Γερμανία.

Οι προετοιμασίες τους ήταν τόσο προσεκτικές που συχνά νοίκιαζαν εκ των προτέρων κοντινά διαμερίσματα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «είχαν συμφωνήσει ότι εάν χρειαζόταν, θα πυροβολούσαν» κατά τη διάρκεια των επιδρομών και «συμβιβάστηκαν» με το γεγονός ότι άνθρωποι θα μπορούσαν να τραυματιστούν θανάσιμα.

Σε μια από τις πιο ριψοκίνδυνες ληστείες, τον Ιούνιο του 2015, στο Στουρ, ένα προάστιο της Βρέμης, η συμμορία προσπάθησε να μπει, πυροβολώντας, σε ένα θωρακισμένο βαν που μετέφερε 1 εκατομμύριο ευρώ, αλλά ο οδηγός αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα. Η συμμορία έφυγε με άδεια χέρια. Η Κλέτε ήταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου απόδρασης.

Αυτή η επίθεση ήταν που προφανώς οδήγησε στην κατηγορία απόπειρας φόνου, αν και ήταν ο Γκάρβεγκ και όχι η Κλέτε, εκείνος που κατηγορείται ότι πυροβόλησε. Ο οδηγός του βαν, ο οποίος δεν κατονομάζεται, τραυματίστηκε τόσο βαριά που δεν μπορούσε να εργαστεί για μήνες και τώρα ζητά αποζημίωση.

Δέκα από τις 13 ληστείες για τις οποίες κατηγορούνται ήταν επιτυχείς: η τελευταία και μακράν η μεγαλύτερη, τον Ιούνιο του 2016, σε ένα άλλο βαν στο Κρέμλινγκεν, απέφερε στους τρεις τους 1.383.594 ευρώ.

Παρά τα στοιχεία DNA που βρέθηκαν στη σκηνή πολλών επιθέσεων και ενέπλεκαν την Κλέτε, η αστυνομία δεν κατάφερε να την εντοπίσει, σημειώνουν οι Times, παρ’ όλο που κρυβόταν σε κοινή θέα.

Εως ότου δημοσιογράφοι που εργάζονταν για ένα podcast, το οποίο μεταδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2023, ισχυρίστηκαν ότι εντόπισαν μέσω του PimEyes (λογισμικό αναγνώρισης προσώπου που ήταν διαθέσιμο στο κοινό) μια γυναίκα για την οποία ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι ήταν η Κλέτε. Οι δημοσιογράφοι, ακολουθώντας τα στοιχεία, οδηγήθηκαν στην Κλαούντια Ιβόν. Δεν το είπαν όμως στις Αρχές.

Εκτοτε, η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι είχε ήδη λάβει μια πληροφορία τον Νοέμβριο, αν και δεν είναι σαφές γιατί περίμεναν τρεις μήνες για να κάνουν έφοδο στο διαμέρισμα της Κλέτε.

Οι αστυνομικοί φάνηκε επίσης να έκαναν ένα λάθος τις στιγμές μετά τη σύλληψή της: της επέτρεψαν να πάει μόνη της στο μπάνιο από όπου έστειλε μια προειδοποίηση στον Γκάρβεγκ, που πιστεύεται ότι ζούσε επίσης διπλή ζωή, ως «Martin», λίγα χιλιόμετρα μακριά, σε ένα τρέιλερ σε μια πρώην βιομηχανική περιοχή.

Η δίκη, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και δύο χρόνια, θα περιοριστεί στις επιδρομές τραπεζών. Μόνο αργότερα θα κινηθούν χωριστές διαδικασίες για την υποτιθέμενη συμμετοχή της Κλέτε σε ορισμένα προηγούμενα πολιτικά εγκλήματα που διενεργήθηκαν από τη RAF.

Η Κλέτε ήταν μέλος της «τρίτης γενιάς» της οργάνωσης, η οποία δημιουργήθηκε το 1982. Η πρώτη, με επικεφαλής τους Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ, προέκυψε από τις φοιτητικές διαμαρτυρίες του 1968 και έσπειρε τον τρόμο στη χώρα, τη δεκαετία του 1970. Μετά τη σύλληψη του ζευγαριού, εμφανίστηκε μια δεύτερη γενιά που διενήργησε απαγωγές και έκανε αεροπειρατεία σε ένα επιβατικό αεροπλάνο, σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει τους ηγέτες της.

Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας κατηγορεί την Κλέτε για συμμετοχή σε τρεις από τις επιχειρήσεις της «τρίτης γενιάς»: μια αποτυχημένη απόπειρα ανατίναξης ενός τεχνολογικού κέντρου της Deutsche Bank, τον πυροβολισμό με 250 σφαίρες της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Βόννη το 1991, και την ανατίναξη μιας ολοκαίνουργιας φυλακής στο Βάιτερσταντ.

Υπάρχουν υποψίες, γράφουν οι Times, ότι η Κλέτε μπορεί επίσης να έπαιξε ρόλο στις δολοφονίες του Αλφρεντ Χερχάουζεν, του επικεφαλής της Deutsche Bank, τον Νοέμβριο του 1989, και του Ντέτλεβ Κάρστεν Ροχβέντερ, επικεφαλής της υπηρεσίας που ιδιωτικοποίησε την κρατική βιομηχανία της πρώην κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας, τον Απρίλιο του 1991.

Η δίκη θα μπορούσε να ρίξει φως στη συμμετοχή της Κλέτε σε αυτά και σε άλλα περιστατικά, αλλά οι αναλυτές λένε ότι η πιθανότητα να μιλήσει είναι πολύ μικρή, καθώς ένας από τους βασικούς κανόνες της οργάνωσης ήταν πάντα «η σιωπή».

. . .




Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-24 12:20:00

Back to top button