
Ανταρκτική: Το μεγαλύτερο παγόβουνο του κόσμου προσάραξε σε νησί
Το μεγαλύτερο παγόβουνο στον κόσμο έχει προσαράξει περίπου 70 χιλιόμετρα από τις ακτές ενός απομακρυσμένου νησιού της Ανταρκτικής, ενώ η πλούσια άγρια ζωή της θαλάσσιας περιοχής δείχνει να έχει γλιτώσει από τις επιπτώσεις μιας σύγκρουσης, σύμφωνα με μια ερευνητική επιστημονική οργάνωση.
Το κολοσσιαίο παγόβουνο A23a –με έκταση περίπου 3.300 τετραγωνικών χιλιομέτρων (δύο φορές η έκταση του κεντρικού Λονδίνου) και όγκο τρισεκατομμυρίων τόνων– είχε ξεκινήσει το ταξίδι του βόρεια της Ανταρκτικής, προς το νησί της Νότιας Γεωργίας, από το 2020, όπως αναφέρει δημοσίευμα του Guardian.
Οι φόβοι, λοιπόν, μήπως συγκρουστεί με το νησί ή προσαράξει σε πιο ρηχά νερά έξω από τις ακτές του, διαταράσσοντας την δυνατότητα στους πιγκουίνους και στις φώκιες να ταΐζουν τα μικρά τους, ήταν υπαρκτοί.
Παραμένει ασαφές αν το παγόβουνο έχει κολλήσει οριστικά, σύμφωνα με τους ωκεανογράφους του οργανισμού της Βρετανικής Ερευνας της Ανταρκτικής (BAS). Το γιγάντιο τείχος από πάγο παραμένει 73 χιλιόμετρα έξω από το νησί από την 1η Μαρτίου, σύμφωνα με ανακοίνωση της BAS, η οποία προσθέτει ότι δεν αναμένει ότι η προσάραξη θα επηρεάσει σημαντικά την τοπική άγρια ζωή. «Τις τελευταίες δεκαετίες, τα πολλά παγόβουνα που καταλήγουν να ακολουθούν αυτή τη διαδρομή μέσω του Νότιου Ωκεανού σύντομα διαλύονται, διασκορπίζονται και λιώνουν» αναφέρει χαρακτηριστικά ο οργανισμός.
Το μεγαλύτερο και παλαιότερο παγόβουνο του κόσμου γεννήθηκε από το «παγωμένο ράφι» της Ανταρκτικής το 1986. Παρέμεινε ακινητοποιημένο για περισσότερα από 30 χρόνια, προτού τελικά απελευθερωθεί το 2020 – με το βραδυκίνητο ταξίδι του να καθυστερεί από τα ρεύματα του ωκεανού, που το περιόριζαν σε περιστροφές γύρω από τον εαυτό του.
Εικόνες από τους δορυφόρους έδειχναν ότι το A23a δεν κατακερματιζόταν σε μικρότερα παγόβουνα, στα πρότυπα της γνωστής διαδρομής αντίστοιχων όγκων πάγου. Ωστόσο ένα κομμάτι του, μήκους 19 χιλιομέτρων, αποκολλήθηκε τον Ιανουάριο, προκαλώντας ανησυχίες σχετικά με τις συνέπειες που θα είχε το πέρασμά του από το κρίσιμο έδαφος αναπαραγωγής της πανίδας της Νότιας Γεωργίας, εάν πλησίαζε πολύ κοντά στο βρετανικό νησί.
Σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο, θαλάσσια ζώα όπως οι πιγκουίνοι και οι φώκιες θα εξαναγκάζονταν να ταξιδέψουν πολύ μακρύτερα για να περάσουν γύρω από το κολοσσιαίο μπλοκ πάγου. Αυτό θα μείωνε την ποσότητα τροφής που φέρνουν τα ζώα στα νεογέννητά τους στο νησί, αυξάνοντας έτσι τη θνησιμότητά τους.
Ωστόσο, στην τρέχουσα θέση του το παγόβουνο θα μπορούσε να προσφέρει οφέλη στην άγρια ζωή. «Τα θρεπτικά συστατικά που αναδεύονται από τη γείωση του παγόβουνου και την επακόλουθη τήξη του ίσως ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα τροφής για ολόκληρο το περιφερειακό οικοσύστημα, που περιλαμβάνει τους χαρισματικούς πιγκουίνους και τις φώκιες» σημειώνει χαρακτηριστικά η BAS.
Μαζί με τα κοντινά νησιά του Νότιου Σάντουιτς, η Νότια Γεωργία φιλοξενεί περίπου 5 εκατομμύρια φώκιες και 65 εκατομμύρια πτηνά σε αναπαραγωγική ηλικία, από 30 διαφορετικά είδη. Οι φώκιες και οι πιγκουίνοι του νησιού έχουν ήδη μια «κακή σεζόν» λόγω της επιδημίας γρίπης των πτηνών, σημειώνει ο Guardian. Παράλληλα, το παγόβουνο δεν αποτελεί απειλή για τη ναυτιλία, καθώς είναι τόσο τεράστιο, που τα σκάφη μπορούν εύκολα να το αποφύγουν.
Ωστόσο, καθώς χωρίζεται σε μικρότερα κομμάτια, ορισμένες περιοχές του ωκεανού θα μπορούσαν να μείνουν εκτός ορίων προσέγγισης για τα εμπορικά αλιευτικά πλοία, λόγω του αριθμού των μικρότερων, αλλά συχνά πιο επικίνδυνων, κομματιών πάγου. Πάντως παγόβουνα τέτοιου μεγέθους είναι σπάνια αλλά όχι πρωτόγνωρα – υπήρξαν δύο παρόμοιου όγκου στην ίδια περιοχή τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η Νότια Γεωργία είναι ακατοίκητη και αποτελεί τμήμα των υπερπόντιων κτήσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Η Αργεντινή έχει προβάλει εδαφικές αξιώσεις για το νησί, όπως και για τα νησιά Φόκλαντ προς τα δυτικά – τα οποία η χώρα της Λατινικής Αμερικής αποκαλεί Μαλβίνες και για τα οποία υπήρξε πολεμική διένεξη μεταξύ των δύο χωρών το 1982.
Τέτοιου μεγέθους παγόβουνα αποτελούν φυσιολογικό μέρος του κύκλου ζωής των «ραφιών πάγου» της Ανταρκτικής, τα οποία ωστόσο έχουν χάσει 6.000 δισ. τόνους μάζας από το 2000 – απώλεια πάγου που αποδίδεται από τους επιστήμονες στην κλιματική αλλαγή.
Οι ερευνητές προειδοποίησαν τον περασμένο μήνα ότι μια άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη μεταξύ 1,5 και 2 βαθμών Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα θα μπορούσε να λιώσει αρκετά παγωμένα νερά ώστε να ανυψωθεί το επίπεδο των ωκεανών κατά περίπου 12 μέτρα – φαινόμενο από το οποίο δεν θα υπάρχει δυνατότητα επιστροφής.
Η περασμένη χρονιά, η οποία έσπασε κάθε προηγούμενο θερμοκρασιακό ρεκόρ –καθώς ο πλανήτης υπέστη ένα μπαράζ από πυρκαγιές, πλημμύρες και καταιγίδες– ήταν το πρώτο ημερολογιακό έτος κατά το οποίο η θερμοκρασία της Γης ανέβηκε κατά μέσο όρο πάνω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
. . .
Δημοσιεύτηκε ! 2025-03-05 20:31:00