Ανάμεσα σε Θεούς και Κενταύρους με Toyota C-HR
Aπό τη θερινή κατοικία των Ολυμπίων Θεών και το λιμάνι από όπου ξεκίνησε η Αργοναυτική Εκστρατεία, την Αρχαία Ιωλκό, μέχρι την πατρίδα των Κενταύρων και του σοφότερου από αυτούς, τον Χείρωνα. Και από τη γενέτειρα του Ρήγα Φεραίου, το Βελεστίνο, μέχρι την οικονομική ανάπτυξη κατά την οθωμανική κατοχή αλλά και τον χρυσό θρόνο του Ναπολέοντα. Αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν το επιβλητικό Πήλιο.
Ξεκινώντας το ταξίδι μας με προορισμό την πρωτεύουσα της Μαγνησίας, τον Βόλο, μια έντονη βροχή κι ομίχλη μας δυσκόλεψε στη διαδρομή αλλά δεν μας χάλασε τη διάθεση. Σε αυτό συνέβαλε το αυτοκίνητό μας. Eξοπλισμένο με εξαιρετικά φώτα ομίχλης, GPS με πληροφορίες για τη διαδρομή και με με τη μουσική από το πολύ καλό ηχητικό σύστημα να καταλαγιάζει την ανησυχία μας. Αλλά και και η επιλογή τρόπου οδήγησης προσαρμοζόμενη στις ανάγκες και τις περιστάσεις, δεν μας δημιούργησε το παραμικρό αίσθημα ανασφάλειας. Το υβριδικό Toyota C-HR ανταποκρίθηκε άψογα στις πραγματικά ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες της διαδρομής στην Εθνική οδό.
Το κέρδος από το υβριδικό σύστημα αποτυπώνεται στην κατανάλωση, με το Toyota C-HR να μην ξεπερνά τα 6,3 lt/100 km στο πηλιορείτικο οδοιπορικό μας
Φθάνοντας στη μεγαλούπολη της Μαγνησίας, η κίνηση ήταν αυξημένη, θυμίζοντας καταστάσεις Αθήνας ή Θεσσαλονίκης. Λογικό, αφού ο πληθυσμός μαζί με τα περίχωρα, πλησιάζει τις 300.000 ψυχές. Με το λιμάνι μάλιστα, να είναι ένα από τα σημαντικότερα της χώρας και τη βιομηχανική ζώνη ιδιαίτερα παραγωγική. Μια σύγχρονη πολιτεία με έντονη ζωή και παλμό, από τις μεγαλύτερες της πατρίδας μας.
Και την πήγανε στον Βόλο
Αφετηρία των εξορμήσεών μας, διαλέξαμε να είναι ο ίδιος ο Βόλος. Μοιράζοντας έτσι τον χρόνο μας ανάμεσα στη διαδρομή στα παράλια του Παγασητικού, φτάνοντας μέχρι το Τρίκερι για την πρώτη μέρα. Και στο σκαρφάλωμα του βουνού, κυκλώνοντάς το από μέχρι Χάνια και επιστροφή, τη δεύτερη.
Ένα καινούργιο και μοντέρνο ξενοδοχείο το Magnes, σε κεντρικό σημείο της πόλης ήταν το ορμητήριο μας. Το Toyota C-HR εφοδιασμένο με τα απαραίτητα μοντέρνα ηλεκτρονικά συστήματα, προφυλαγμένο στο εσωτερικό γκαράζ, πήρε μια ανάσα και ετοιμάστηκε για τις περιπέτειες της επόμενης ημέρας.
Η βροχή που είχε καταλαγιάσει για την ώρα, μας επέτρεψε να κάνουμε μια βόλτα στην παραλία και στο λιμάνι του Βόλου. Άλλα σημεία θυμίζουν νησί, με ψαροκάικα και σκάφη αναψυχής αραγμένα κατά μήκος της προβλήτας. Και άλλα πολύβουο σκηνικό με ποντοπόρα φορτηγά πλοία, γερανούς και όλα τα απαραίτητα για την απρόσκοπτη λειτουργία του εμπορευματικού λιμένα.
Περπατώντας από τον ΟΣΕ προς το πρώην ΞΕΝΙΑ Βόλου, χαζέψαμε τα πολλά στέκια για ποτό ή φαγητό που υπάρχουν διάσπαρτα στην πόλη. Φυσικά την τιμητική τους έχουν τα τσιπουράδικα. Βλέπετε, το απόσταγμα σταφυλιού αν και διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα -με ονομασίες τσίπουρο, ρακή, τσικουδιά, σούμα, για μεγάλο χρονικό διάστημα η εμπορία του ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Θεσσαλίας. Οι ψαρομεζέδες που συνοδεύουν τα μπουκαλάκια τσίπουρου που σερβίρουν τα μαγαζιά, προσφέρουν ωδές στην ακολασία του ουρανίσκου.
Το πρώην ΞΕΝΙΑ Βόλου δεσπόζει στην ανατολική μεριά του λιμανιού. Και μαζί με το αδελφό της Πορταριάς, σε εξαιρετικές τοποθεσίες αμφότερα, αποτελούν δύο παραδείγματα του προγράμματος του ΕΟΤ στη μεταπολεμική περίοδο για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα, βοηθούμενο οικονομικά από το σχέδιο Μάρσαλ.
Με τη βροχή κα κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία της, τα ρυάκια νερού να ξεκινούν να γλείφουν τα πεζοδρόμια, σήμανε την επιβεβλημένη επιστροφή στο ξενοδοχείο. Πριν από αυτό, ο δρόμος και η πείνα μας έφεραν στην παραδοσιακή ταβέρνα «Η Λεύκα του Μανώλη» που μετράει τρεις γενιές παράδοση στη γεύση. Μίνιμαλ εσωτερικό με υπέροχο φαγητό! Η πρώτη μέρα τελείωσε με ένα ποτό δίπλα στο τζάκι και ξεκούραση εν αναμονή της επόμενης.
Το πρωί μας βρήκε με τον ήλιο να τσακώνεται με τα σύννεφα που είχαν σκεπάσει το βουνό. Η μάχη αποδείχτηκε άνιση γι’ αυτά και σύντομα η Φύση έλαμπε με το φως να κάνει την θάλασσα να λαμπιρίζει. Τα σύννεφα αποτραβήχτηκαν και το Toyota C-HR ξεχύθηκε στον δρόμο με τελικό προορισμό το Τρίκερι και το ομώνυμο ακρωτήρι που ορίζει την ανατολική πλευρά του Παγασητικού.
Λίγο έξω από τον Βόλο, στα αριστερά το βουνό έχει σκαφτεί για να παρέχει πρώτη ύλη στα Τσιμέντα Ηρακλής, μία από τις μεγάλες επιχειρήσεις της περιοχής. Η «ζημιά» έχει αποκατασταθεί εντυπωσιακά, με δέντρα σε τάξη να καλύπτουν όλες τις πληγές. Στα δεξιά υπάρχει το εργοστάσιο και η προβλήτα που φορτώνουν τα τσιμεντάδικα βαπόρια, μεταφέροντας τσιμέντο σε προορισμούς ανά τον κόσμο. Στο μυαλό μας έρχεται το M/VΔύστος, ένα από αυτά, με το τραγικό ναυάγιό του στις 29 Δεκεμβρίου του 1996 με 20 ανθρώπους να χάνονται στα παγωμένα νερά του Αιγαίου.
Ο θρυλικός Μουτζούρης
Παρακάμπτοντας τον περιφερειακό, ακολουθήσαμε τον παλιό δρόμο που πέρναγε από όλα τα παραθαλάσσια χωριά και σταματήσαμε για λίγο στα Άνω Λεχώνια να χαζέψουμε τον σταθμό εκκίνησης του θρυλικού πια τρένου του Πηλίου, του Μουτζούρη.
Η γραμμή, που παλιά είχε αφετηρία τον Βόλο και συνέβαλε στην μεταφορά εμπορευμάτων από το κεντρικό Πήλιο προς το λιμάνι, σήμερα έχει μεταφερθεί στα Άνω Λεχώνια. Και είναι η πιο στενή σιδηροδρομική γραμμή παγκοσμίως. Έχει σχεδιαστεί από τον Evaristo de Chirico, πατέρα του ζωγράφου Giorgio de Chirico, γέννημα θρέμμα του Βόλου.
Τη χειμερινή περίοδο το τρενάκι, κατά διαστήματα, ξεκουράζεται ενώ κατά την περίοδο λειτουργίας του από την άνοιξη και μετά, είναι δύσκολο, ειδικά τα Σαββατοκύριακα να βρεις θέση. Ένα τουριστικό αξιοθέατο που, περνώντας μέσα από πανέμορφα ορεινά χωριά, καταλήγει ύστερα από 15 χιλιόμετρα στις Μηλιές και στον τερματικό σταθμό.
Τότε που ήμουν νέα κοπέλα
Αφήνοντας τα Άνω Λεχώνια πίσω μας, η περιήγηση μας συνεχίστηκε. Περάσαμε την Άφησσο και το Λεφόκαστρο με τις ωραίες παραλίες και τα κλασικά τσιπουράδικα. Και διασχίσαμε τη γνωστή Αργαλαστή με την πολύχρονη ιστορία και το εντυπωσιακό καμπαναριό του ναού των Αγίων Αποστόλων, το οποίο αποτελεί πιστό αντίγραφο του κωδωνοστασίου του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Φωτεινής, στη Σμύρνη. Κατασκευάστηκε το 1913 από μάρμαρο και έχει δύο ρωσικές καμπάνες κι ένα ελβετικό ρολόι.
Η επόμενη στάση μας ήταν στο Χόρτο, ένα παραθαλάσσιο χωριό με ιστορία. Το όνομά του το πήρε από τους Ενετούς που στη γλώσσα τους, «Hortus» σήμαινε «κήπος, παράδεισος». Ένα μικρό ποταμάκι διασχίζει το χωριό και δημιουργεί ένα όμορφο κανάλι, ιδανικό για περίπατο. Αλλά τον χειμώνα με τις βροχές δημιουργεί πολλά πλημμυρικά προβλήματα, κόβοντας στη μέση και τη δημοσιά.
Εκεί συναντήσαμε την κυρά Ελένη με τα δύο σκυλιά της που, παρά τα χρόνια της, στέκει ευθυτενής, ευγενής και με μυαλό ξυράφι. Και μας είπε πώς άλλαξε με τα χρόνια ο τόπος της. Θυμάται ότι το χωριό δεν είχε οδική επικοινωνία και, παρά τα τρία λιοτρίβια που λειτουργούσαν εκεί, η μεταφορά ελεών και λαδιού προς όλη την Ελλάδα, γινόταν με καΐκια. Ακόμα και προς την παρακείμενη Μήλινα, η επικοινωνία γινόταν διά θαλάσσης. «Τότε που ήμουν νέα κοπέλα», μας είπε η γιαγιά Ελένη με τη νοσταλγία να χρωματίζει τα λόγια της.
Όλη η παραθαλάσσια γη της Μαγνησίας, σε αντίθεση με την εικόνα που μπορεί να έχουμε σχηματίσει για το Πήλιο και τα έλατά του, είναι κατάφυτη από ελιές. Που σε πολλές περιπτώσεις φτάνουν και σκιάζουν την ίδια τη θάλασσα, βάφοντας στο νερό με εικόνες και χρωματισμούς απαράμιλλης ομορφιάς!
Η ώρα περνά ευχάριστα αλλά και γρήγορα, οπότε χωρίς άλλη στάση ξεκινήσαμε προς τον τελικό προορισμό μας, το Τρίκερι. Δεν είναι κοντά και ο χρόνος που απαιτείται μας έδωσε τη δυνατότητα να φανταστούμε τους Αργοναύτες να διαπλέουν τον παρακείμενο κόλπο στο μυθικό ταξίδι τους προς την Κολχίδα προσδοκώντας να βρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας.
Το Τρίκερι βρίσκεται στην κορυφή του υψώματος Φουρτούνα, στην άκρη του Πηλίου. Εκεί οι νεότεροι ναυτικοί, πολύ πιο πρακτικοί από τους μυθικούς προγόνους τους, ανέπτυξαν τη ναυτιλία. Και χτίζοντας ιστιοφόρα πλοία, συνέβαλλαν με τη ναυτοσύνη τους στον αγώνα κατά των Οθωμανών. Ήταν όμως κι αυτοί που έφεραν στο Τρίκερι και στο ναό της Αγίας Τριάδας την πλάτη του «θρόνου» που είχε κατασκευαστεί στην Βαρκελώνη για την επικείμενη επίσκεψη του Βοναπάρτη.
Η επίσκεψη αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και ο ημιτελής θρόνος -στην πραγματικότητα πρόκειται για στασίδι- βγήκε σε δημοπρασία για να αποκτηθεί από Τρικεριώτες εμποροπλοιάρχους. Που τον μετέφεραν στο Τρίκερι όπου αποτέλεσε τη βάση στην οποία έκτοτε, περί το 1814 με 1818, αναπαύεται η εικόνα της Παναγίας.
Ο οικισμός που τα παλιότερα χρόνια ήταν απροσπέλαστος από στεριάς λόγω του βραχώδους και ορεινού περιβάλλοντος, είχε πολύ πιο εύκολη πρόσβαση από τη θάλασσα. Και επικοινωνούσε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με τα παράλια του Βόλου, μόνο με καΐκια. Από το 1967, έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέος και από εκεί το μάτι μπορεί να περιπλανηθεί σε όλες τις ακτές το Παγασητικού αλλά και προς τις Σποράδες με τη Σκιάθο σε απόσταση αναπνοής.
Η πλατεία μας περίμενε για να απολαύσουμε τον καφέ μας σε ένα λιθόστρωτο περιβάλλον. Και τα στενά σοκάκια μας οδήγησαν στην κορυφή του χωριού και στην εκκλησία της Αγ. Τριάδας. Όπου δυστυχώς στο συγκεκριμένο ταξίδι μας οι πόρτες της ήταν κλειστές.
Αφήσαμε πίσω το χωριό, με τις γάτες να μας ακολουθούν μέχρι το αυτοκίνητο και κατηφορίσαμε στο λιμάνι του χωριού, την Αγ. Κυριακή. Κλασικό ψαροχώρι αλλά και ταρσανάς που σε μια χειμωνιάτικη μέρα με ηλιοφάνεια και σχεδόν «καλοκαιρινή» θερμοκρασία, εύκολα παρασυρθήκαμε σε κατανάλωση ψαρομεζέδων και τσίπουρου (μόνο για τη συνοδηγό Σόνια), στις ταβέρνες της παραλίας. Με την ποιότητα και την εμφάνιση των εδεσμάτων επιτρέψτε μας να πούμε ότι ήταν επιπέδου γκουρμέ.
Οι οδηγοί ας περιοριστούν στην πόση νερού και μόνο, διότι η διαδρομή της επιστροφής είναι μακρινή, με στροφές και απαιτεί εγρήγορση και καθαρό μυαλό. Η δύση του ήλιου χρωμάτιζε τον Παγασητικό και κάποια σύννεφα που είχαν εμφανιστεί και πάλι δημιουργούσαν παιχνίδια με το φως. Με τις αχτίδες του ήλιου να τα διαπερνούν και σε σημεία να σχηματίζουν εικόνες που φάνταζαν σαν κινηματογραφικές σκηνές από τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του ’77 και του Steven Spielberg, και τους εξωγήινους να καραδοκούν.
Με την πολύωρη οδήγηση να μας είχε ήδη κουράσει, παρά χρώματα στο μούχρωμα που μας αποζημίωναν, η άφιξή μας στον Βόλο και στο ξενοδοχείο για μια σύντομη αλλά απαραίτητη ανάπαυση, φάνταζε ιδιαίτερα θελκτική.
Έχοντας πάρει μια ανάσα, ξεκινήσαμε για μια νυκτερινή βόλτα στον Βόλο. Ο Δεκέμβρης, μήνας εορτών, συνέβαλλε στην ανεβασμένη διάθεση. Οι κεντρικοί δρόμοι φωταγωγημένοι και οι πεζόδρομοι με τα μπαράκια και εστιατόρια, γεμάτοι κόσμο με νέους ανθρώπους να αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό.
Σε ένα από τα πολλά εστιατόρια, στο ΠΛΑΓΙΩΣ, δοκιμάσαμε την κουζίνα και εντυπωσιαστήκαμε. Το ίδιο και με την λίστα κρασιών. Τα γλυκά ολοκλήρωσαν μια πανδαισία γεύσεων. Η βροχή απούσα και η μουσική ακουγόταν σε κάθε σημείο των πεζόδρομων συνδυασμένη με πληθώρα φωτιστικών εφέ. Η νύχτα is still young όπως ισχυρίζονται και οι αλλοεθνείς τουρίστες, αλλά εμείς έπρεπε να ξεκουραστούμε διότι η επόμενη ημέρα προμηνυόταν ιδιαίτερα κοπιαστική.
Το πρωί ξημέρωσε με μπερδεμένη καιρική διάθεση. Αλλού σύννεφα μαύρα και βαριά και αλλού ήλιος να τα αντικρούει. Ένα καλό πρωινό και αποχαιρετήσαμε τον Βόλο, οδεύοντας προς τις πιο τουριστικές περιοχές του βουνού.
Τα πιο γνωστά χωριά του Πηλίου είναι η Πορταριά, η Μακρινίτσα, οι Μηλιές, η Τσαγκαράδα κι η Ζαγορά. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την διαδρομή από την ανατολική πλευρά με πρώτο προορισμό τις Μηλιές. Ο δρόμος, ιδιαίτερα στενός και ανηφορικός, έβαλε δύσκολα στο Toyota C-HR και το σασμάν CVT έκανε ηχητικά αισθητή την παρουσία του στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του στριφτερού δρόμου. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις οδηγικές ρυθμίσεις που εύκολα μπορείς να περάσεις από την κανονική σε σπορ οδήγηση, δεν μας άφησε παραπονεμένους. Σε συνδυασμό δε, με τις κόμπακτ διαστάσεις του C-HR ήταν ό,τι έπρεπε για λίγη οδήγηση politically incorrect στους έρημους φιδωτούς δρόμους. Η Σόνια στο δεξί κάθισμα όμως, είχε άλλη άποψη… Ας είναι!
Πιο πείσμονα κι από τη Σόνια ήταν τα… πρόβατα. Που με τίποτα δεν ήθελαν να κάνουν τόπο να περάσουμε, θεωρώντας τους δρόμους τμήμα του βασιλείου τους. Η κτηνοτροφία είναι ακόμα αναπτυγμένη στην περιοχή. Το τοπίο εναλλασσόταν με τα λιόδενδρα στη βάση να δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε πεύκα και κυπαρίσσια, σε μηλιές και καστανιές για να καταλήξουμε στις οξιές στις κορυφές του βουνού. Ανάλογα με την εποχή τα χρώματα ποικίλλουν, αλλά η εικόνα παραμένει το ίδιο ελκυστική. Τα μήλα και τα κάστανα της περιοχής είναι φημισμένα.
Στις Μηλιές χαζέψαμε κάμποσο τον σταθμό με τον πρωτοποριακό για την εποχή του μηχανισμό αναστροφής της μηχανής του μικρού τρένου έτσι ώστε να ακολουθήσει την καθοδική πορεία προς τα Λεχώνια. Περπατήσαμε μέχρι τη μεταλλική γέφυρα και δοκιμάζοντας τις αντοχές μας στον ίλιγγο, ξεκινήσαμε τη διαπραγμάτευση αν θα τη διασχίσουμε ή όχι. Με το φαράγγι από κάτω να γελά με τους φόβους μας, μιας κι η διάβαση είναι απολύτως ασφαλής όσο και εντυπωσιακή.
Καφέ για να τονωθούμε και συνεχίσαμε προς Τσαγκαράδα. Οι περυσινές βροχές δημιούργησαν προβλήματα και οι καταστροφές στο οδικό δίκτυο ήταν εμφανείς. Οι στροφές συνεχόμενες, ο δρόμος στενός και η προσοχή μας στο έπακρο. Η αίσθηση γαλήνης που είχε δημιουργήσει η θέα στον Παγασητικό, αντικαταστάθηκε από την αγριάδα του Αιγαίου.
Ατενίζοντας από τα διάφορα μπαλκόνια της διαδρομής, το βλέμμα δεν σταματά πουθενά κι απλώς χάνεται εκεί που ο ορίζοντας ενώνεται με τη θάλασσα. Ο βοριάς που είχε δυναμώσει είχε ρίξει τη θερμοκρασία και παράλληλα άσπριζε τις κορυφές των κυμάτων για όσο πήγαινε το μάτι. Η θέα ταυτιζόταν με το δέος!
Με τον Φόλο και τον Χείρωνα
Η Τσαγκαράδα, τουριστικό χωριό, θα σας ανταμείψει, όποιες και αν είναι οι προτιμήσεις σας. Από πολλά ξενοδοχεία και ξενώνες, εξαιρετικές ταβέρνες αλλά και μπαράκια με νυχτερινή ζωή και μουσική. Στην πλατεία της Αγ. Παρασκευής, βρίσκεται κι ο αιωνόβιος πλάτανος με ηλικία άνω των χιλίων ετών και με διάμετρο κορμού 15 μέτρα.
Η εκκλησία κτίστηκε στις αρχές του 1900 με χρήματα του Τσαγκαραδιώτη ευεργέτη Νικόλαου Στακού. Στην αρχή του χωριού βρίσκεται και το παλαιότερο μονότοξο γεφύρι κτισμένο το μακρινό 1728 που ακόμα στέκει σε πείσμα των καιρών. Εδώ ήταν και το θερινό θέρετρο των Ολυμπίων Θεών αλλά και η πατρίδα των Κενταύρων.
Αφήνοντας την Τσαγκαράδα και στρίβοντας αριστερά από τη δημοσιά, συναντάμε το χωριό Κισσός. Σκεπασμένο από οξιές και καστανιές με θέα το Αιγαίο, ήταν το μέρος που ο Ρήγας Φεραίος δίδαξε γράμματα στα παιδιά του χωριού. Μνημείο του βρίσκεται στα αριστερά της εκκλησίας της Αγ. Μαρίνας. Μιας τρίκλιτης βασιλικής μονής που η κατασκευή της χάνεται στο βάθος του χρόνου και σύμφωνα με επιγραφή, ανακαινίστηκε το 1747. Πρόκειται για διατηρητέο μνημείο της Χριστιανοσύνης.
Δίπλα στην εκκλησία, εκεί στην πλατεία, από το 1960 και μετά, βρίσκεται η ταβέρνα του Σοφοκλή με ωραίες, τοπικές γεύσεις, κεράσματα και γλυκά. Φυσικά μια στάση επιβάλλεται για καφέ και για να δοκιμάσουμε τα χειροποίητα κουλουράκια.
Ανάλογα με την εποχή διαλέγετε δραστηριότητες για την ημέρα σας. Η παραλία του Αγ. Ιωάννη βρίσκεται 15 χιλιόμετρα πιο κάτω. Δέκα λεπτά χρειάζεσαι με τον νέο δρόμο κι αφού περάσεις μέσα από δάση με οξιές, για να φτάσεις στο χιονοδρομικό κέντρο, στα Χάνια, ένα από τα παλαιότερα της Ελλάδας.
Οι πανύψηλες οξιές, απογυμνωμένες από τα φύλλα τους τώρα τον χειμώνα ατενίζουν τον ουρανό σε μια προσπάθεια να διαπεράσουν τα σύννεφα που απειλητικά είχαν και πάλι συγκεντρωθεί πάνω από το κεφάλι μας. Η βροχή δεν άργησε να ξεσπάσει και ο ήχος της αναμειγνυόταν με την τζαζ που ακουγόταν από το πολύ καλό ηχοσύστημα του Toyota μας.
Λίγο πιο ψηλά στη βουνοκορφή βρίσκονται οι πύργοι τηλεπικοινωνιών που βλέπουν γύρω γύρω όλη την Ελλάδα. Δεν προλάβαμε, αν και θα θέλαμε, να σταματήσουμε στον οικισμό. Εκεί η ταβέρνα Λούκουλος, χρόνια τώρα συντροφεύει τους επισκέπτες με εκλεκτά εδέσματα και μοναδική θέα.
Ο ήλιος ξεμύτησε ανάμεσα από τα σύννεφα παίρνοντας τον δρόμο του προς τη δύση και οι σκιές που δημιουργούνταν ανάμεσα στους κορμούς από τις οξιές, μας ανάγκασαν να σταματήσουμε και να απαθανατίσουμε το τοπίο.
Οι στροφές πολλές, αλλά η ικανοποίηση μας από αυτή τη μεγάλη μας βόλτα δεν επέτρεψε στην κούραση να μας επηρεάσει. Πριν την προγραμματισμένη στάση στην Πορταριά, στρίψαμε δεξιά για να επισκεφτούμε και τη Μακρινίτσα. Ένα πανέμορφο χωριό που παρέα με την όμορή του Πορταριά επιβλέπουν τις δραστηριότητες του Βόλου.
Εδώ ο στενός δρόμος προβληματίζει την κίνηση με αυτοκίνητο. Τα αρχικά μονοπάτια, φτιαγμένα για ανθρώπους και υποζύγια, δεν προέβλεψαν την τουριστική ανάπτυξη. Και τα αυτοκίνητα με τα πούλμαν που στριμώχνονται για να περάσουν. Όσοι τυχεροί βρίσκουν θέση στο παρκινγκ έξω από το χωριό, διασχίζουν με τα πόδια τον οικισμό με τα καλοχτισμένα σπίτια. Οι υπόλοιποι αναγκάζονται να αφήσουν τα αυτοκίνητα μακριά, μπορεί και κάποια χιλιόμετρα και να πάρουν τον δρόμο περπατώντας. Η αίσθησή μας ήταν ότι η γραφικότητα έχει θυσιαστεί στην τουριστική εκμετάλλευση. Αλλά ποιοι είμαστε εμείς που θα το κρίνουμε…
Πόρτα από και προς το Πήλιο
Γυρνώντας στην Πορταριά για μια τελευταία στάση στο καφέ εστιατόριο Veranda, στο ανακαινισμένο Ξενία, μαζί με τον τελευταίο καφέ τραβήξαμε και τις τελευταίες φωτογραφίες του Βόλου από ψηλά. Το σκοτάδι σιγά σιγά έπαιρνε τη θέση του στο 24ωρο διάβα του και εμείς ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι της επιστροφής.
Τα φώτα του Toyota ιδιαίτερα αποδοτικά σε συνδυασμό με τα ηχητικά και φωτεινά ενημερωτικά μηνύματα στο ταμπλό έκαναν ανεμπόδιστη την οδήγηση, καθώς τις βραδινές ώρες πολλά σημεία της εθνικής είναι σκοτεινά. Στην εθνική, ατελείωτες ουρές από νταλίκες, πολλές από τις οποίες ήταν φωταγωγημένες σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα, σε αντίθεση με ό,τι ο νόμος ορίζει. Και με τους οδηγούς τους πολλές φορές να έχουν υπερβεί το τυπικό αλλά και ανθρώπινο όριο κούρασης, δημιουργούν μία άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Συνεχής επαγρύπνηση λοιπόν, για να μη συμβεί το απρόοπτο.
Πήλιο: C-HR vs AMG GT, σημειώσατε 1!
Η δεύτερη γενιά του Toyota C-HR, με πιο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, παρουσιάζεται συνολικά βελτιωμένη, θέτοντας την οικονομία σε πρώτο πλάνο. Βασίζεται στην πέμπτη γενιά της υβριδικής τεχνολογίας του Ιάπωνα κατασκευαστή και κάτω από το καπό της έκδοσης που ταξιδέψαμε φώλιαζε ο 4κύλινδρος ατμοσφαιρικός κινητήρας 1.8 lt με λειτουργία σε κύκλο Atkinson (98 PS/142 Nm). Συνταιριασμένος με ηλεκτρομοτέρ 94 PS και 185 Nm, για συνδυασμένη ισχύ 140 ίππων. Και με τη διαχείριση της ροπής από αυτόματο κιβώτιο συνεχώς μεταβαλλόμενης σχέσης.
Τα πρώτα μέτρα γίνονται με 100% ηλεκτρική λειτουργία, ωστόσο ο θερμικός κινητήρας εμπλέκεται μόλις το κοντέρ ξεπεράσει τα 20 km/h ή τα 60 km/h σε ελεύθερο τροχασμό. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε πως η μπαταρία των 0,85 kWh γεμίζει γρήγορα. Αρκεί να αφήνεις το αυτοκίνητο να ρολάρει όπου υπάρχει η δυνατότητα, καθώς και ο ηλεκτροκινητήρας συμβάλλει με τον τρόπο του στην ανάκτηση ενέργειας. Το κέρδος από όλη αυτή τη διαδικασία αποτυπώνεται στην κατανάλωση, που στο οδοιπορικό μας δεν ξεπέρασε τα 6,3/100 km.
Δημοσιεύτηκε ! 2025-01-08 18:17:00