Έχω έναν άγραφο κανόνα, να μην βιάζομαι
Κάθομαι στο τραπέζι με το πιο περίεργο συναίσθημα: Νιώθω σαν να τον ξέρω, κι όμως τον συναντώ για πρώτη φορά. Εδώ, σε μια από τις πλατείες του πολύβουου Παγκρατίου, όπου έχουμε δώσει ραντεβού. Κι όμως, στ’ αλήθεια, τον ξέρω. Ήταν 21 χρονών όταν θα έκανε το ντεμπούτο του στο «Θέατρο στη Σάλα» θέλοντας να μιλήσει για το θαύμα της γέννησης, επειδή η μητέρα του ήταν μαία. Ήταν 23 χρονών όταν αποφάσισε να πενθήσει για το θάνατο της Lindita, της δεύτερης γυναίκας του πατέρα του στην ομώνυμη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν 24 χρονών, όταν αποφάσισε να εξομολογηθεί την απουσία του πατέρα του από τη ζωή του στην «Taverna Miresia» για το Φεστιβάλ Αθηνών. Να μοιραστεί πως γεννήθηκε σε ένα αθηναϊκό μαιευτήριο για να μεγαλώσει μέχρι τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλβανία. Να ξεφυλλίσει τις αναμνήσεις του σαν σε ανοιχτό βιβλίο.
Σήμερα, είναι 26 χρονών και ο Μάριο Μπανούσι θα μιλήσει για όλες εκείνες τις γυναίκες που τον έκαναν να αισθανθεί γιος. Για όλες εκείνες τις γυναίκες στην τρυφερότητα των οποίων αναγνώρισε μια μάνα. Αυτή τη φορά, η παράσταση του δεν έχει για τίτλο κάποιο όνομα, αλλά μια ιδιότητα, την πιο ιερή της Φύσης: «Mami» την ονομάζει και κάνει πρεμιέρα στην Στέγη στις 6 Φεβρουαρίου. Λογικά, μετά από αυτήν, την τέταρτη σκηνοθεσία του, θα τον γνωρίσω ακόμα καλύτερα. Αφού δεν φοβάται να γίνει προσωπικός, να ξύσει τις πληγές του, να κάνει θέατρο αντλώντας από τα τραύματα του, να εκθέσει την ευαλωτότητα του. «Μου αρέσει που είμαι ένας ευαίσθητος άνθρωπος» ομολογεί, αλλά κι αυτό το ξέρω – όπως μάλλον ο καθένας και η καθεμιά που έχει δει τις παραστάσεις του, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και αλλού.
Ο Μάριο Μπανούσι είναι 26 χρονών, αλλά μοιάζει σαν να έχει ζήσει πολλά χρόνια. Δεν είναι μόνο η δημιουργική του ωριμότητα που το μαρτυρά· είναι το βίωμα ενός παιδιού που είχε την θέληση να μην εγκλωβιστεί στην ταμπέλα του μετανάστη δεύτερης γενιάς, που πίστεψε στον εαυτό του όταν κάποιοι άλλοι τον θεωρούσαν μια χαμένη υπόθεση, είναι ο ενήλικος τρόπος που προφέρει τις σκέψεις του, η γοητεία που του ασκεί η μνήμη (η δική του και των άλλων), είναι η υπομονή και η εγκράτεια να βιώσει εμπειρίες χωρίς βιασύνη. Είναι και κάποιες ηλικιωμένες κυρίες στις γειτονιές της Ηλιούπολης που μπορούν άνετα να δηλώνουν φίλες του «από τα παλιά».
Παρόλα αυτά, ο Μάριο Μπανούσι είναι πολύ νέος. Κι όταν ήταν ακόμα νεότερος – μαθητής στο σχολείο – κρατούσε ημερολόγιο όπου αποκάλυπτε τον εαυτό του. Ίσως, τα έργα του ήρθαν για γεμίσουν τις σελίδες που έμειναν λευκές.
Μέχρι στιγμής όλες οι παραστάσεις σου αντλούν από μια ανάγνωση της ζωής σου και των ανθρώπων σου. Αισθάνεσαι σαν να κάνεις ένα αφιέρωμα σε αυτούς, σαν μια βιογραφία σε συνέχειες;
Κατά κάποιο τρόπο, οι παραστάσεις μου λειτουργούν έτσι. Έχουν ένα προσωπικό στοιχείο – θέλω, δεν θέλω – αφιερώνονται κάπου, μιλούν για δικούς μου ανθρώπους ή τουλάχιστον αυτή είναι η αρχική πρόθεση. Οπότε, ναι, είναι ένας φόρος τιμής σε συγγενείς, σε δικά μου πρόσωπα, είναι κι αυτοί μέρος του έργου μου. Ειδικά, το «Mami» δεν μιλάει μόνο για τη μητέρα μου, αλλά για πολλές φιγούρες μητρικές που με περιέβαλλαν στη ζωή μου.
Τι παραπάνω ξέρεις για τον εαυτό σου, σήμερα, έχοντας πλησιάσει με αυτόν τον τρόπο πρόσωπα και συμβάντα της ζωής σου;
Θα έλεγα πως έχω μετατοπιστεί και ωριμάσει αρκετά. Αλλάζω και μεγαλώνω συναισθηματικά, μέρα με τη μέρα και πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί και για τα επόμενα χρόνια. Μέσα από την επαφή με άλλους καλλιτέχνες και φυσικά με τους συνεργάτες μου γίνομαι ακόμα πιο ευαίσθητος άνθρωπος, μου αρέσει ακόμα περισσότερο ν’ ακούω ιστορίες, να τις αντιμετωπίζω με μια δική μου ματιά, που φέρει συγκίνηση. Προφανώς, η ωρίμανση έχει και τα προβλήματα της· αλλά στο τέλος της μέρας το πρόσημο είναι θετικό. Μου αρέσει που είμαι ένας ευαίσθητος άνθρωπος και εύχομαι να παραμείνω έτσι, με αυτή την αθωότητα. Αν για κάτι χαίρομαι πολύ, είναι πως είμαι ο ίδιος Μάριο που ήμουν πριν ξεκινήσω να σκηνοθετώ, είμαι ο ίδιος Μάριο που ήμουν στη δραματική σχολή, με τις ίδιες σκέψεις και την ίδια όρεξη να ανακαλύψω. Μεγαλώνω ωραία, νομίζω.
Μου αρέσει που είμαι ένας ευαίσθητος άνθρωπος
Υπάρχει μια ωριμότητα στην ματιά σου που δεν ταιριάζει με την ηλικία σου. Που την αποδίδεις;
Δεν το έχω σκεφτεί πολύ, από μικρό με χαρακτήριζε μια ωριμότητα στον τρόπο που διαχειριζόμουν τα πράγματα και που επικοινωνούσα. Νομίζω ότι έρχεται από μια δική μου ανάγκη σε ο,τιδήποτε κι αν δημιουργώ: Επιδιώκω να έχει κάτι αυθεντικό και κάτι καινούργιο. Από τη «Ραγάδα» και μέχρι τώρα, σε όλες μου τις παραστάσεις, κυοφορείται μέσα στα υλικά μου ένας δικός μου κόσμος· αν και προφανώς έχω επηρεαστεί από άλλους καλλιτέχνες. Μου αρέσει να σκέφτομαι, να εμβαθύνω και να εφευρίσκω δικούς μου τρόπους – ακόμα κι αν κάποιοι μου λένε ότι αντλώ από εικόνες του Χόπερ ή του Παρατζάνοφ. Δεν μου αρέσει το εύκολο και το γρήγορο κι αυτό αυτόματα με κάνει πιο προσηλωμένο σε κάτι, πιο γειωμένο.
Ποιοι είναι οι Έλληνες δημιουργοί τις παραστάσεις των οποίων αγαπάς;
Όσο σπούδαζα στη σχολή θυμάμαι την ανυπομονησία μου κάθε φορά που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έφερνε μια νέα του παράσταση. Το ίδιο ισχύει για τον Ευριπίδη Λασκαρίδη και το Χρήστο Παπαδόπουλο. Έβλεπα τις παραστάσεις τους τρεις και τέσσερις φορές. Με μάγευε η γλώσσα όπου κυριαρχούσε η κίνηση και η εικόνα δίχως να έχουν ανάγκη το λόγο. Και από φοιτητής ονειρευόμουν να έρθει η στιγμή που θα δουλέψω μαζί τους.
Μια από αυτές τις συνεργασίες εκπληρώθηκε γρήγορα, δούλεψες με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη.
Ναι ως βοηθός του· και εκεί σιγουρεύτηκα πως σε αυτόν τον κόσμο θέλω να ανήκω ως δημιουργός.
Τι σε οδήγησε στη σκηνοθεσία;
Ευτυχώς από τη σχολή ανακάλυψα πως δεν με ελκύει τόσο να παίζω αλλά να δημιουργώ στη σκιά των πραγμάτων. Όταν ανέβαινα στη σκηνή δεν ένιωθα κάποια συγκίνηση· ενώ όταν ανέβαιναν οι συμφοιτητές μου ήθελα να συμμετέχω στην καθοδήγηση τους. Θυμάμαι τους καθηγητές μου να δίνουν οδηγίες κι εγώ να βράζω από ιδέες ενώ έπρεπε να μείνω σιωπηλός. Κι έτσι κατάλαβα, ότι αυτή η επιθυμία χρειαζόταν να εκτονωθεί κάπως· γι’ αυτό άρχισα να ζητώ από τους καθηγητές μου να σκηνοθετήσω μια σκηνή τώρα, μια άλλη την επόμενη φορά κι αυτό κάπως δημιούργησε μια έντονη προσδοκία να γίνω σκηνοθέτης. Γι’ αυτό και η ιδέα της «Ραγάδας» ήρθε πριν καν τελειώσω τη σχολή.
Τι θυμάσαι από αυτή την πρώτη εμπειρία;
Είναι πολύ συγκινητικό όταν σκέφτομαι εκείνη την περίοδο: Έφερνα τις πρώτες εικόνες στο μυαλό μου και αναρωτιόμουν «εγώ θα σκηνοθετήσω παράσταση;». Όταν μπήκαμε στις πρόβες, όταν άρχισα να δίνω οδηγίες, τότε βίωνα την απόλυτη συγκίνηση, δεν χόρταινα να δουλεύω. Και είπα μέσα μου «αυτό είναι το όνειρο μου, αυτό θέλω να κάνω».
Δεν θέλω να εγκλωβιστώ στον κόσμο του θεατρικού σκηνοθέτη γιατί με γοητεύουν κι άλλα πράγματα
Πως είναι, λοιπόν, να ανακαλύπτεις το όνειρο σου; Γιατί ως παιδί δεν είχες καλλιτεχνικά ερεθίσματα.
Το εννοώ πως η σκηνοθεσία είναι το όνειρο μου. Αγαπώ πάρα πολύ αυτή τη δουλειά. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να σκηνοθετώ είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο με μια μικρού μήκους ταινία. Είτε να φωτογραφίζω, να ζωγραφίζω, να κάνω γλυπτική.
Λες, δηλαδή, πως το θέατρο είναι μόνο η αρχή;
Eίναι η αρχή, αλλά δεν αισθάνομαι πως θα οδηγήσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Απλώς δεν θέλω να εγκλωβιστώ στον κόσμο του θεατρικού σκηνοθέτη γιατί με γοητεύουν κι άλλα πράγματα.
Όταν πήγα στην Οξφόρδη για την διάλεξη, δεν θα σου κρύψω ότι ζωντάνεψαν στο μυαλό μου οι δύσκολες στιγμές στο σχολείο όπου κάποιοι καθηγητές μου με είχαν κατατάξει στην κατηγορία του μετανάστη που δεν θα κάνει τίποτα στη ζωή του
Η ζωγραφική, εξάλλου, ήταν η πρώτη ένδειξη καλλιτεχνικής κλίσης. Ζωγραφίζεις ακόμα;
Ναι, αν μια μέρα δεν έχω να κάνω κάτι, ζωγραφίζω. Τελευταία όχι το ίδιο συχνά· συνήθως φτιάχνω σκίτσα που έχουν σχέση με την παράσταση. Παλαιότερα ήμουν πιο ενεργός, αγόραζα έναν καμβά, χαρτόνια και ζωγράφιζα. Σε κάθε περίπτωση, δουλεύω πάνω σε ανθρώπινες φιγούρες, είμαι σε όλα ανθρωποκεντρικός.
Συνεπώς, υπάρχουν πολλά πράγματα που περιμένουν τη στιγμή τους;
Ναι, φτιάχνω κεραμικά κατά περιόδους, φωτογραφίζω αδιάκοπα και το πρώτο πράγμα που έκανα ως καλλιτέχνης ήταν μια ταινία μικρού μήκους η οποία είχε συμμετάσχει στο διαγωνιστικό τμήμα στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους στα Τίρανα. Όλα αυτά μπορεί στο μέλλον να επανέλθουν πιο επιτακτικά.
Με όλα αυτά τα ταλέντα να έχουν εκδηλωθεί, έστω και λίγο, πιστεύεις πως ήσουν από νωρίς εν δυνάμει καλλιτέχνης αλλά εξαιτίας κοινωνικών συνθηκών δεν το είχες αρθρώσει;
Δεν θεωρώ πως συνάντησα αργά τη επιθυμία μου, έκανα την πρώτη μου παράσταση στα 21 μου. Επίσης, μέσα μου το είχα παραδεχθεί μπαίνοντας στην δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Νωρίτερα, ήξερα ότι με αφορά η τέχνη, αλλά όλα ήταν στον αέρα – όπως είπες δεν το είχα αρθρώσει. Γιατί, πράγματι, δεν είχα ευκαιρίες μέσα στο οικογενειακό ή σχολικό μου περιβάλλον. Δεν είχα να το μοιραστώ με κάποιον. Ακόμα και οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι, η μητέρα μου και οι αδερφές μου δεν σχετίζονταν με αυτή μου την επιθυμία. Ήταν σκέψεις που έκανα μόνος μου μέσα σε ένα εφηβικό δωμάτιο.
Η οικογένεια σου είχε υποψιαστεί τι μπορείς να κάνεις;
Έχω κάνει αυτή την κουβέντα με τις αδερφές μου και μου είχαν πει ότι ενώ πίστευαν σε μένα είχαν πάντα ένα φόβο. Κυρίως για το αν θα βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να με υποστηρίξουν δημιουργικά. Γι’ αυτό και όταν είχα εκμυστηρευτεί στην μεγάλη μου αδερφή πως θα δώσω εξετάσεις για το Ωδείο, με είχε παροτρύνει να μην το κάνω. Επίσης, η μητέρα μου είχε κι άλλες ανασφάλειες επειδή «είμαι ξένος», «επειδή είμαστε φτωχή οικογένεια». Δεν ήταν το ίδιο σίγουρες με μένα. Φυσικά, όταν άρχισαν να βλέπουν δημιουργίες μου, τότε συνειδητοποίησαν πόσο αποφασισμένος ήμουν.
Από τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες στις οποίες μεγάλωσες έφτασες να λαμβάνεις δύο υποτροφίες: Η μία από το Ίδρυμα Ωνάση και η άλλη από το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Παρισιού. Μάλιστα, έδωσες και διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Πως νιώθεις που βρέθηκαν άνθρωποι να σου δείχνουν εμπιστοσύνη;
Με εξέπληξε η εμπιστοσύνη. Όταν πήγα στην Οξφόρδη για την διάλεξη, προσκεκλημένος του καθηγητή Δημήτρη Παπανικολάου, και στο ακροατήριο βρίσκονταν και οι αδερφές μου δεν θα σου κρύψω ότι ζωντάνεψαν στο μυαλό μου οι δύσκολες στιγμές στο σχολείο όπου κάποιοι καθηγητές μου με είχαν κατατάξει στην κατηγορία του μετανάστη που δεν θα κάνει τίποτα στη ζωή του. Όταν, λοιπόν, έδινα τη διάλεξη – και υπάρχει και η πιθανότητα να ξαναπάω στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης – σκεφτόμουν πόσο διέψευσα αυτές τις προβλέψεις. Βέβαια, ακόμα κι αν κάποιος μου έλεγε όταν ήμουν έφηβος πως σε λίγα χρόνια θα κάνω αυτά τα πράγματα, θα μιλάω για τη δουλειά μου και η δουλειά μου θα αφορά, δεν θα τον πίστευα. Την ίδια επίδραση είχαν μέσα μου και οι υποτροφίες· στο μυαλό μου ήταν κάτι άπιαστο.
Στην εκτίμηση αυτών των καθηγητών πως δεν θα καταφέρεις τίποτα, είχες δώσει απάντηση;
Παρά την ευαισθησία και την ησυχία που εκπέμπω σαν άνθρωπος, μέσα μου έχω μια δυναμική. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν θα τον σταματήσει η δυσκολία. Είναι πείσμα, θέληση, πυγμή; Δεν ξέρω. Πάντως, δεν απογοητεύομαι ακόμα κι αν κάτι πάει στραβά. Μάλιστα, τότε, ως μαθητής στο Λύκειο, έγραφα στο ημερολόγιο μου πως «θα κάνω αυτό που θέλω, το ξέρω».
Σε στιγμάτισε ψυχικά το γεγονός πως όντως μεγάλωνες με οικονομικές δυσκολίες, ως ένα παιδί με δύο πατρίδες;
Δεν τα έβλεπα όλα αυτά ως εμπόδια – αν και το βιοποριστικό ζήτημα λειτουργούσε πάντα ως ένα άγχος. Ήθελα, ας πούμε, να γραφτώ σε μαθήματα ζωγραφικής μα δεν είχαμε τα χρήματα. Κατά τα άλλα, εμπιστευόμουν εκείνους που μου έδειχναν αποδοχή, γονείς συμμαθητών μου, κάποιους λίγους καθηγητές. Κι έτσι πορευόμουν με αυτά τα πρόσωπα ως πυξίδες· ήλπιζα έστω και ρομαντικά πως κάποιος θα αναγνωρίσει κάτι από μένα.
Φτιάχνοντας την παράσταση, όσο κι αν αγαπώ τη μητέρα μου, προσπαθούσα να βρω και τις στιγμές που τη μισούσα. Έχω προσπαθήσει να έρθω αντιμέτωπος και με αυτές τις στιγμές
Πυξίδες ήταν και οι γυναίκες της ζωής σου. Αναφέρθηκες ήδη στις αδερφές σου, στη μητέρα σου, σε μεγάλωσε η γιαγιά σου και έχεις ήδη κάνει μια παράσταση για τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα σου, τη Linditta. Τι διακρίνεις στη γυναικεία ύπαρξη και την υμνείς;
Πολλά πράγματα: Την ευαισθησία, την πρακτικότητα, την ειλικρίνεια, την προσφορά και τη γείωση. Όταν βλέπεις μια μητέρα που δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ και είναι εκεί πέρα για σένα και τις αδερφές σου, γεμίζεις πίστη για τη γείωση και το δόσιμο της γυναίκας. Παρόμοιες εικόνες έχω από τη γιαγιά μου. Όλα αυτά τα βιώματα περνούν μέσα από αισθήσεις στο «Mami» – ακόμα κι αν πρόκειται για τις σκληρές πλευρές των γυναικών που έχω γνωρίσει, δεν είναι μια αποκλειστικά φωτεινή πλευρά της γυναικείας φύσης.
Δώσε μου ένα παράδειγμα.
Φτιάχνοντας την παράσταση, όσο κι αν αγαπώ τη μητέρα μου, προσπαθούσα να βρω και τις στιγμές που τη μισούσα. Έχω προσπαθήσει να έρθω αντιμέτωπος και με αυτές τις στιγμές, να μην ωραιοποιήσω τη γυναίκα, ούτε να θεοποιήσω τη μητρική φιγούρα, αλλά να κάνω μια βαθιά ανατομία της. Να δω πραγματικά τη σχέση παιδιού – μητέρας και να φέρω μέσα και τα αποσπάσματα του ημερολογίου μου, όπου έγραφα «εύχομαι η μητέρα μου να πεθάνει». Και την ίδια στιγμή, να ανακαλέσω στιγμές που τη χτένιζα, μύριζα τη μυρωδιά των μαλλιών της και ένιωθα πλήρης.
Είσαι γιος πολλών γυναικών, λοιπόν.
Ναι, γι’ αυτό και νιώθω πιο συνδεδεμένος μαζί τους. Πλησιάζω πιο εύκολα σε αυτές, τις ακούω και ανοίγομαι πιο εύκολα. Η γυναίκα είναι διαρκώς ένα πεδίο ανακάλυψης για μένα.
Αν κλείσεις τα μάτια σου, τι εικόνες ανακαλείς από τις γυναίκες της ζωής σου;
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να με ταΐζει «περσές», δηλαδή μπαγιάτικο ψωμί κομμένο σε κομμάτια που τα ρίχνεις σε ένα μπολ με ζεστό γάλα. Ήταν το φτωχικό μας γεύμα. Θυμάμαι, άλλοτε τη μάνα μου να είναι παρούσα, χωρίς να μου το εκφράζει. Θυμάμαι τη φορά που χρειάστηκε να νοσηλευτώ και με πήγε με το αμάξι στο νοσοκομείο. Όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, ξημερώματα πια, ήταν πολύ κουρασμένη και ήξερα πως σε λίγες ώρες έπρεπε να ξυπνήσει για να πάει στο φούρνο όπου δούλευε. Θυμάμαι να κλείνουν τα μάτια της από τη νύστα και να πιέζω τον εαυτό μου να της πει «σ’ αγαπώ». Τελικά, δεν της το είπα εκείνο το βράδυ. Γενικά, πάντα πάλευα να εκφράσω την αγάπη μου.
Έχει να κάνει με τα τραύματα σου; Με τις δυσκολίες που μεγάλωσες;
Ναι, αλλά φροντίζω να συνομιλώ με τα τραύματα μου δημιουργικά, να τα βάζω μέσα στις δουλειές μου. Πιστεύω ότι το τραύμα μπορεί να εξελιχθεί σε θησαυρό, με την έννοια πως κάθε τραυματική εμπειρία σε αναγκάζει να αναμετρηθείς με κάτι. Στο «Mami», δηλαδή, δεν γινόταν να μην γυρίσω στο τραύμα που ως παιδί αναρωτιόμουν ποια είναι η μητέρα μου: Μέχρι το Γυμνάσιο φώναζα τη γιαγιά μου «μαμά», ενώ τη μητέρα μου την αποκαλούσα με το όνομα της.
Πάντα πάλευα να εκφράσω την αγάπη μου
Μεγάλωσες με τη γιαγιά σου στην Αλβανία, από μωρό μερικών μηνών μέχρι τα πρώτα παιδικά σου χρόνια.
Ναι, ήταν πολύ τραυματικό να με πάρουν από τη μητέρα μου για να με μεγαλώσει μια άλλη γυναίκα. Όσο κι αν τώρα έχει κάτι ρομαντικό, τότε με σημάδεψε υπόγεια και απίστευτα. Επίσης, δεν θα ξεχάσω την ημέρα που έφευγα από την Αλβανία, από το σπίτι της γιαγιάς – μητέρας. Δεν ήμουν ούτε έξι χρονών και θυμάμαι, αναλυτικά, το πως συνέβησαν όλα. Μπορώ να στα περιγράψω πλάνο – πλάνο.
Τι θυμάσαι λοιπόν;
Με είχε πάρει αγκαλιά η μητέρα μου για να φύγουμε και είχα μισόκλειστα μάτια. Θυμάμαι το φως στο σαλόνι, τη μητέρα μου να με σηκώνει, τη γιαγιά μου να κλαίει. Μάλιστα, αργότερα, η μητέρα μου, μου εκμυστηρεύτηκε πως, εκείνη τη στιγμή, η γιαγιά ζητούσε να με αφήσει κοντά της, να μην με πάρει. Κράτησα τα μάτια μου μισόκλειστα και σε όλη τη διαδρομή με το ΚΤΕΛ, έκανα ότι κοιμάμαι… Ήταν ένας τρόπος άμυνας για να μην δω όσα συνέβαιναν, δεν ήθελα να ζήσω τον αποχωρισμό. Ένιωθα πως αφήνω ένα κομμάτι μου πίσω. Άνοιξα πάλι τα μάτια μου στην Αθήνα, σαν να ήθελα να πω στον εαυτό μου «να εδώ ήσουν και χθες».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στη μητέρα σου πως αρχίζει να δομείται η σχέση σας;
Θα έλεγα ότι έχω περισσότερο μια φιλική παρά σαν μια μητρική σχέση με εκείνη. Η μητέρα μου είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, αν είχε μεγαλώσει με περισσότερα προνόμια θα είχε γίνει καλλιτέχνιδα: Έχει κάτι το φευγαλέο, ένα ταπεραμέντο, μια όρεξη για ζωή. Δεν είναι μια κλασική φιγούρα μητέρας, δεν μου έλεγε «φάε» και «ντύσου» αλλά μου έλεγε «έλα μόνος σου από το σχολείο». Μια μητέρα που έβγαινε με τις φίλες της κι εμείς, με τις αδερφές μου της προτείναμε ποιο φόρεμα να βάλει. Θα έλεγα, πως δεν επανασυνδέθηκα με τη μητέρα μου ακριβώς· κάποιες φορές ένιωθα να είμαι η μητέρα της μητέρας μου, να της μαθαίνω κι εγώ πράγματα για τον εαυτό της ή να μπαίνω στη διαδικασία να την προστατεύσω: Ήταν, άλλωστε, νέα κι όμορφη. Αυτό λειτουργούσε και πληγωτικά για μένα ως παιδί· δεν ήξερα ποιος είναι ο γονιός και ποιο το παιδί.
Τι φέρεις από τη σχέση με τη γιαγιά σου;
Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο έκανα παρέα με γιαγιάδες στην Εκκλησία, μόνος μου χωρίς κάποιος να με έχει παροτρύνει να πάω στην Εκκλησία. Προτιμούσα αντί να πάω στην παιδική χαρά να παίξω, να πάω στην πλατεία που σύχναζαν οι γνωστές μου γιαγιάδες και να τις ακούω να μου αφηγούνται ιστορίες. Αναγνώριζα σε εκείνες τη φιγούρα της γιαγιάς μου που μου έλειπε. Κάθε γιαγιά που συμπαθούσα και με συμπαθούσε γινόταν η παρέα μου με τις ώρες. Κλείναμε και ραντεβού. Μια φορά, η μαμά μου άνοιξε την πόρτα σε μια κυρία που χτυπούσε το κουδούνι για να κατέβω! Και χεράκι – χεράκι μας είδε να πηγαίνουμε βόλτα. Ήμουν μαθητής Γυμνασίου.
Έχεις κρατήσει επαφές με αυτές τις κυρίες; Ξέρουν την πορεία σου;
Δυστυχώς, όχι. Όταν μπήκα στη δραματική σχολή έχασα επαφές ακόμα και με παιδικούς φίλους. Τότε, επιβεβαιώθηκε μέσα μου πως είχα γεννηθεί για να κάνω τέχνη, δεν ήθελα να είμαι σε επαφή με αυτό που ήμουν πριν. Ήταν σαν να διέγραψα πολλά πράγματα από το σχολείο, σαν να άνοιξα την πόρτα σε ένα νέο κόσμο. Κι αυτό μπορεί να πλήγωσε κάποιους φίλους με τους οποίους χαθήκαμε σταδιακά.
Θα έλεγα πως δεν επανασυνδέθηκα με τη μητέρα μου ακριβώς· κάποιες φορές ένιωθα να είμαι η μητέρα της μητέρας μου, να της μαθαίνω κι εγώ πράγματα για τον εαυτό της. Αυτό λειτουργούσε και πληγωτικά για μένα· δεν ήξερα ποιος είναι ο γονιός και ποιο το παιδί
Είσαι εκδηλωτικός στα συναισθήματα σου;
Ναι, αλλά όχι με τα λόγια. Γιατί, καμιά φορά, είναι ωραίο να το λες με λόγια. Ο λόγος έχει μια απελευθέρωση, λειτουργεί σαν εκπνοή. Είναι σημαντικό να εκφράζεις κάτι, όπως είναι σημαντικό να τρέξουν τα δάκρυα.
Είσαι μόνο 26 χρονιών αλλά σε αντίθεση με τη νιότη σου, αντί να κοιτάζεις μπροστά μοιάζεις, περισσότερο καταγράφεις τις εμπειρίες σου ως αναμνήσεις. Πως το εξηγείς αυτό;
Πάντα περπατάω και πριν κάνω το επόμενο βήμα γυρίζω το κεφάλι μου πίσω. Δεν ξέρω τι ανάγκη είναι αυτή. Πηγαίνω προς τα κάπου, αλλά έχω το νου και στο πριν. Νιώθω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω ξεχνώντας αυτό που έχει συμβεί. Πηγαίνοντας στο σπίτι, λόγου χάρη, δεν θα ξεχάσω τη συνάντηση μας. Μου αρέσει να αντλώ υλικό από τη μνήμη, γι’ αυτό και μου αρέσει να ακούω ιστορίες του παρελθόντος κι όχι αφηγήσεις του μέλλοντος. Δεν με γοητεύει καθόλου το μέλλον – ακόμα κι αν είναι μια κινηματογραφική μυθοπλασία.
Δεν οραματίζεσαι το δικό σου μέλλον;
Έχω έναν άγραφο κανόνα: Να μην βιάζομαι. Από τη μια, θέλω να τρέξω από τη χαρά μου και από την άλλη σκέφτομαι πως θέλω να χαρώ όλη τη διαδρομή. Γιατί να βιαστώ λοιπόν; Είμαι ακόμα νέος, θέλω να γευτώ και να δοκιμάσω πράγματα, δεν θέλω να βάλω στόχους που πρέπει να εκπληρώσω μέχρι κάποια ηλικία. Θέλω να ζω τη ζωή μου ολόκληρη γι’ αυτό και θαυμάζω τους ανθρώπους που μεγαλώνουν και έχουν ακόμα μια ωραία ζωντάνια να τους ορίζει, χωρίς να έχουν χάσει την όρεξη να ανακαλύψουν πράγματα. Θέλω να γίνω ένας τέτοιος άνθρωπος. Το μόνο που προγραμματίζω σχετικά με το μέλλον έχει να κάνει με τις παραγωγές που τρέχουν πιο γρήγορα από μένα. Μου φαίνεται παράξενο όταν θεατρικοί παραγωγοί μου ζητούν να κάνουμε ένα σχεδιασμό για το 2029!
Ακόμα και μέσα στο απροσδιόριστο μέλλον, έχεις επιθυμίες που θέλεις να δεις να υλοποιούνται; Υπάρχει κάτι που μπορεί να ονομαστεί ως φιλοδοξία μέσα σου;
Αν σου πω ότι δεν μου έρχεται τίποτα συγκεκριμένο; Η φιλοδοξία μου τώρα είναι να ανέβει το «Mami» και να αγαπηθεί. Και ίσως λίγο κάτω χρονικά, θέλω να ολοκληρώσω κάποιες επικοινωνίες με το εξωτερικό. Από εκεί και πέρα, δεν ονειρεύομαι μια παράσταση με αυτό το θέμα ή μια έκθεση φωτογραφίας με την τάδε θεματική. Μάλλον, γιατί ξέρω πως αυτά που θέλω, θα έρθουν.
Είναι αλήθεια πως τα πράματα ως τώρα έχουν έρθει πολύ καλά, αρμονικά. Έχεις το νου σου, ωστόσο, πως αυτό δεν είναι δεδομένο – κυρίως για καλλιτέχνες της ηλικίας σου;
Φυσικά και δεν είναι δεδομένο και το σκέφτομαι πολλές φορές. Θέλω να συνειδητοποιώ το προνόμιο που έχω αυτή τη στιγμή – από τη σκηνοθεσία μέχρι του ότι έχω ένα σπίτι για να κοιμηθώ. Έχω παλέψει, έχω δουλέψει για τις ευκαιρίες που μου δίνονται και θέλω να τις ζω – όσο κι αν ακούγεται κλισέ. Δεν ισχυρίζομαι ότι φοβάμαι πως όσα ζω θα σταματήσουν – φυσικά όλα είναι στο παιχνίδι. Άλλωστε, οι καλλιτέχνες κάνουν κύκλους, υπάρχουν στιγμές που κάνουν ένα «μπαμ», άλλοτε αρέσουν πολύ, άλλοτε όχι.
Όταν μπήκα στη δραματική σχολή έχασα επαφές με τους παιδικούς φίλους. Ήταν σαν να διέγραψα πολλά πράγματα από το σχολείο, σαν να άνοιξα την πόρτα σε ένα νέο κόσμο
Στην περίπτωση σου είμαστε στη φάση του πρώτου «μπαμ», δεν έχουμε σταματήσει να βλέπουμε δουλειές σου, δεν έχει χαθεί η επιθυμία για τις νέες σου σκηνοθεσίες. Σε μπλόκαρε το «μπαμ» πως όλο το θέατρο μιλούσε για σένα;
Το μόνο που με προβληματίζει είναι πως πολλοί άνθρωποι θα κρίνουν τις επόμενες παραστάσεις μου σε σχέση με την πρώτη. Ό,τι και να κάνω, πάντα θα υπάρχει η αναφορά της «Lindita». Θα με στοιχειώνει, αλλά θα στοιχειώνει και τους θεατές. Οπότε προτείνω σε όλους να έρθουν σαν να βλέπουν την πρώτη μου παράσταση· ξέχνα τη «Lindita», την «Ραγάδα», την «Taverna» – τώρα έρχεται μια νέα δουλειά.
Έχεις την αγωνία να εκπληρώσεις προσδοκίες άλλων, ακριβώς επειδή από την αρχή έβαλες τον πήχη πολύ ψηλά;
Υπάρχει αυτό το άγχος, αλλά προσπαθώ να το αποβάλλω. Ακόμα κι όταν ένας θεατής με σταματάει στο δρόμο για να μου πει «περιμένω πως και πως τη νέα σου παράσταση» ή «έχω κλείσει ήδη εισιτήρια για το «Mami». Γιατί, ενώ από τη μια μεριά με χαροποιεί, από την άλλη θέλω να τους πω να μην έχουν προσδοκίες για τίποτα. Θέλω να τους «ελάτε αλλά ξεχάστε το πριν». Κι είναι ειρωνικό γιατί ενώ εγώ ασχολούμαι με τη μνήμη, ζητάω από τους άλλους να κάνουν το αντίθετο. Όμως, ακόμα και ο έρωτας, δεν λειτουργεί με προσδοκίες. Όταν αφήνεσαι σε αυτό που θα έρθει είσαι πολύ πιο ήσυχος για να το ζήσεις.
Διαγράφεις ήδη διεθνή πορεία, οι παραστάσεις σου ταξιδεύουν. Σου έχει δώσει άλλα φτερά αυτό;
Έχω την αυτοπεποίθηση πως τα έργα μου μπορούν να επικοινωνήσουν με το κοινό του εξωτερικού. Αισθάνομαι έτοιμος να πάω προσκεκλημένος ενός ξένου θεάτρου και να σκηνοθετήσω εκεί μια παράσταση. Είναι κι αυτό ένα προνόμιο, να μπορείς να υπάρχεις και να συνομιλείς με το κοινό, εκτός της χώρας σου. Είμαι, δηλαδή, ήσυχος πως αν πάρω την απόφαση να ζήσω έξω, θα μπορώ να βιοποριστώ από τη δουλειά μου και να βιώσω κι άλλους πολιτισμούς και κουλτούρες. Όπως επιδιώκω να είμαι ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, έτσι θέλω να λειτουργήσω και ως πολίτης, με πολλά ερεθίσματα.
Σου έρχονται προτάσεις να σκηνοθετήσεις παραγωγές για θέατρα του εξωτερικού κι όχι απλώς να περιοδεύσεις με τις ήδη έτοιμες σκηνοθεσίες σου;
Ναι, είχα προτάσεις από την πρώτη στιγμή, μόλις ξεκίνησα να ταξιδεύω με την «Linditta» – και μάλιστα με πολύ καλές προϋποθέσεις. Θα συμβεί, αλλά είμαι ακόμα στις συζητήσεις. Σκέφτηκα (και πάλι) να μην βιαστώ, να μην με συνεπάρει η ευκαιρία αλλά να συμβεί με το δικό μου τρόπο.
Μου αρέσει να αντλώ υλικό από τη μνήμη, γι’ αυτό και μου αρέσει να ακούω ιστορίες του παρελθόντος κι όχι αφηγήσεις του μέλλοντος. Δεν με γοητεύει καθόλου το μέλλον
Να τη πάλι, η ωριμότητα, αυτό το κράτημα.
Μα κι εγώ παλεύω να είμαι εγκρατής. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Είναι μια άσκηση που κάνω με τον εαυτό μου για να μπω σε κάτι την κατάλληλη στιγμή. Να ξέρω γιατί κάνω το κάθε μου βήμα και με ποιους όρους.
Αναρωτιέμαι, αλήθεια, πως ενθουσιάζεσαι και πως πανηγυρίζεις.
Η αλήθεια είναι πως δεν πανηγυρίζω με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως παλιά. Είναι κάτι που έχω χάσει. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά που ένιωσα να με πλημμυρίζει όταν έμαθα πως θα σκηνοθετήσω για την Πειραματική. Πλέον, κάνω κάτι άλλο: Λέω σε φίλους και σε δικούς μου ανθρώπους όσα ‘μεγάλα’ μου προκύπτουν για να αντιλαμβάνομαι το πραγματικό τους μέγεθος. Πάντως, δεν μπορώ να πω ότι δεν υπάρχουν στιγμές που θα ουρλιάξω από χαρά, που θα γελάσω. Έχω χιούμορ.
Θα σκηνοθετούσες μια παράσταση στην Αλβανία, το έχεις σκεφτεί;
Έχει έρθει ήδη αυτή η πρόταση και θα την κάνω με μεγάλη χαρά – αρκεί να υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Διαφορετικά, δεν θέλω να συμβεί για να βάλω μέσα μου ένα check. Αγαπώ την Αλβανία, συνδέομαι με τους ανθρώπους της και θέλω να είμαι πραγματικά ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα.
Όσο μεγαλώνεις με τι μάτια κοιτάζεις αυτήν την πατρίδα;
Με μάτια παρατηρητικά, όχι με το ίδιο συναίσθημα. Την τελευταία φορά δεν ήθελα μόνο να μάθω για την οικογένεια μου, αλλά για τον τόπο καθαυτό, την πολιτική ζωή του, πως ήταν όταν έπεσε ο Κομμουνισμός, τι εστί πείνα, πως έφευγαν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους. Κι έτσι μιλώντας με τους δικούς μου, κάνω έρευνα για την χώρα.
Αισθάνομαι έτοιμος να πάω προσκεκλημένος ενός ξένου θεάτρου και να σκηνοθετήσω εκεί μια παράσταση
Η σχέση σου με την Ελλάδα πόσο έχει αλλάξει;
Τα πρώτα χρόνια είχαν τη δυσκολία της γλώσσας, της ενσωμάτωσης. Όμως, γρήγορα την αγάπησα. Η Ελλάδα είναι η χώρα μου, εδώ είναι οι φίλοι μου, εδώ ερωτεύτηκα για πρώτη φορά.
Θα έκανες μια παράσταση για τον έρωτα;
Ο έρωτας έχει μπει με έναν τρόπο στο «Μami» αλλά, ναι, δεν αποκλείεται να κάνω και μια παράσταση εξ ολοκλήρου αφιερωμένη σε αυτό το βίωμα.
Τι θέση έχει ο έρωτας στη νιότη σου ενώ είσαι αφιερωμένος τόσο πολύ στην δουλειά σου;
Υπάρχει χώρος, αναζητώ τον έρωτα – όσο κι αν είμαι προσηλωμένος στην εργασία μου. Δεν ξεχνάω ότι ο έρωτας είναι επίσης δημιουργία, σε τροφοδοτεί με όρεξη για ζωή, με φως και ιδέες.
Δημοσιεύτηκε ! 2025-01-24 08:11:00